Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Κριτική σκέψη

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ
Κριτική σκέψη είναι η νοητική και συναισθηματική λειτουργία κατά την οποία το άτομο αξιολογεί την αξιοπιστία των πληροφοριών και αποφασίζει τι να σκεφτεί ή τι να κάνει μέσω συλλογισμών που γίνονται με βάση όλα τα δυνατά στοιχεία που μπορεί να έχει στη διάθεσή του.
Αρχικά το άτομο μαθαίνει να στέκεται κριτικά όταν γνωρίζει τι να ρωτά πώς και πότε και στη συνέχεια πώς να σκέφτεται λογικά πότε και ποιες μεθόδους και στρατηγικές να χρησιμοποιεί για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση.
Οι δεξιότητες κριτικής σκέψης είναι σημαντικές για τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών. Η εισαγωγή αυτών των δεξιοτήτων μπορεί να αρχίσει ήδη από την προσχολική ηλικία. Είναι σημαντικό ότι οι δεξιότητες ανάλυσης, σύγκρισης και σύνθεσης πρέπει αναπτυχθούν σε μικρή ηλικία, ώστε οι μαθητές να μπορούν να τις εφαρμόσουν σε κατάλληλες καταστάσεις, είτε στην ακαδημαϊκή ή την προσωπική τους ζωή.
Η κριτική σκέψη περιλαμβάνει ένα πολύπλοκο συνδυασμό δεξιοτήτων. Ανάμεσα στα κύρια χαρακτηριστικά είναι τα εξής:
Λογική: Η Λογική ασχολείται με τους κανόνες που χρησιμοποιούμε για να βγάζουμε σωστά συμπεράσματα, συνεπώς μας ενδιαφέρουν τα επιχειρήματα και οι συλλογισμοί. Σκεφτόμαστε κριτικά όταν:
  • Βασιζόμαστε στη λογική και όχι στο συναίσθημα
  • Απαιτούμε αποδεικτικά στοιχεία
  • Βρίσκουμε τις καλύτερες δυνατές εξηγήσεις
Αυτογνωσία: Σταθμίζουμε τις επιδράσεις των κινήτρων και των προκαταλήψεων μας
 αναγνωρίζουμε τις δικές μας υποθέσεις ή προκαταλήψεις
Τιμιότητα: Αναγνωρίζουμε τις συναισθηματικές παρορμήσεις, εγωιστικά κίνητρα, ή άλλες πλάνες.
Ευρύτητα πνεύματος:
  • Αξιολογούμε όλα τα εύλογα συμπεράσματα
  • Μελετούμε την ποικιλία των πιθανών απόψεων ή οπτικών γωνιών
  • Παραμένουμε ανοικτοί σε εναλλακτικές ερμηνείες
  • Δεχόμαστε νέες εξηγήσεις και μοντέλα, διότι για παράδειγμα είναι καλύτερα τα στοιχεία, ή είναι πιο απλά, ή έχουν λιγότερες ασυνέπειες ή καλύπτουν περισσότερα δεδομένα
  • Αποδεχόμαστε νέες προτεραιότητες, προχωρώντας σε επαναξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων ή επανεκτίμηση των πραγματικών συμφερόντων μας
Πειθαρχία:
  • Είμαστε ακριβείς, λεπτομερείς, πλήρεις και εξαντλητικοί
  • Αντιστεκόμαστε στην χειραγώγηση και σε παράλογες προσφυγές
  • Αποφεύγουμε γρήγορες αποφάσεις
Αποφασιστικότητα:
  • αναγνωρίζουμε τη σημασία και αξία των εναλλακτικών υποθέσεων και προοπτικών
  • αναγνωρίζουμε την έκταση και το βάρος της απόδειξης
Εν ολίγοις, οι άνθρωποι που έχουν αναπτύξει την κριτική τους σκέψη, είναι από τη φύση τους σκεπτικιστές, είναι ενεργοί, όχι παθητικοί.
Δεν έχουν εγωιστική άποψη για τον κόσμο. Είναι ανοιχτοί σε νέες ιδέες και προοπτικές. Είναι πρόθυμοι να αμφισβητήσουν τις πεποιθήσεις τους και να διερευνήσουν ανταγωνιστικά στοιχεία. Η κριτική σκέψη μας δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε ένα ευρύ φάσμα υποκειμενικών αναλύσεων αλλά με αντικειμενικά κριτήρια, και να αξιολογήσουμε πόσο καλά κάθε ανάλυση θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες μας. Τα πραγματικά γεγονότα μπορεί να είναι δεδομένα, αλλά το πώς θα τα ερμηνεύσουμε, αυτό μπορεί να διαφέρει.
Αντίθετα, τα παθητικά, μη κριτικά σκεπτόμενα άτομα λαμβάνουν μια απλουστευτική άποψη για τον κόσμο.
 Αντιλαμβάνονται τα πράγματα ως μαύρο και άσπρο.
 Αντιλαμβάνονται ερωτήματα του τύπου «ναι ή όχι» χωρίς λεπτές αποχρώσεις.
 Αδυνατούν να δουν τις συνδέσεις και την περιπλοκότητα των πραγμάτων.
 Αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν συναφή στοιχεία.
Συμβουλές για την διδασκαλία της κριτικής σκέψης
  • Ενθαρρύνετε τα παιδιά να κάνουν ερωτήσεις. Οι γονείς και οι δάσκαλοι θα πρέπει να ενθαρρύνουν την περιέργεια των παιδιών. Εάν μια λογική δεν έχει νόημα σε ένα παιδί, θα πρέπει να το ενθαρρύνετε να εκφράσει τις αντιρρήσεις ή την δυσκολία του.
  • Ζητήστε από τα παιδιά να εξετάσουν εναλλακτικές επεξηγήσεις και λύσεις. Είναι ωραίο να παίρνετε μια σωστή απάντηση. Όμως, πολλά προβλήματα έχουν περισσότερες από μία λύσεις. Όταν τα παιδιά εξετάζουν πολλαπλές λύσεις, μπορούν να γίνουν πιο ευέλικτοι στοχαστές.
  • Δώστε στα παιδιά διευκρινισμένες έννοιες. Τα παιδιά θα πρέπει πρακτικά να θέτουν τα πράγματα με τα δικά τους λόγια, διατηρώντας παράλληλα την έννοια ανέπαφη.
  • Συζήτηση για τις προκαταλήψεις. Οι μαθητές όλων των τάξεων μπορούν να καταλάβουν πως τα συναισθήματα, τα κίνητρα ακόμα και οι πόθοι μας μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις μας.
  • Μην περιορίσετε την κριτική σκέψη σε αμιγώς πραγματικά ή ακαδημαϊκά θέματα. Ενθαρρύνετε τα παιδιά να συζητήσουν και να αιτιολογήσουν ηθικά, δημόσια ή πολιτικά θέματα.
  • Προωθήστε τη γραφή. Όπως γνωρίζουν πολλοί εκπαιδευτικοί, η διαδικασία της γραφής βοηθά τους μαθητές να αποσαφηνίσουν τις εξηγήσεις τους και να οξύνουν τα επιχειρήματά τους.
Διαβάζοντας τα παραπάνω πολλοί θα αναρωτηθήκατε: «Μήπως όμως μια τέτοια εκπαίδευση κατέπνιγε τη δημιουργικότητα»;
Η απάντηση είναι: καθόλου. Η πραγματική δημιουργική σκέψη απαιτεί απαραίτητα τη χρήση της κριτικής σκέψης, η οποία αναπτύσσει την περιέργεια, την ευελιξία, και κρατάει το μυαλό μας ανοιχτό. Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης μπορεί να κάνει τα παιδιά πιο έξυπνα, πιο ανεξάρτητα, και πιο δημιουργικά.
Πηγές: 
Caren Hollowell
Dan Curland
Gwen Dewar, Ph.D
American Philosophical Association - http://www.ikidcenters.com
economu.wordpress.com

Slow learning

SLOW LEARNING

Σήμερα που όλα γύρω μας εξελίσσονται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς, στον τομέα της εκπαίδευσης προτείνεται η ιδέα της “αργής μάθησης” (slow learning).
Αποτελεί την εκπαιδευτική διαδικασία κατά την οποία η μάθηση είναι διαδραστική κι όχι βιαστική, όπου υπάρχει ο χρόνος και το ενδιαφέρον έτσι ώστε η κατανόηση να έχει μεγαλύτερη σημασία από την κάλυψη και να προάγει ως υψηλή αξία την αλληλεπίδραση μεταξύ δασκάλου και μαθητών.
Βασικά επιδιώκει να προωθήσει τη μάθηση σε βάθος, παρά να ακολουθήσει ένα απαξιωμένο πρόγραμμα σπουδών βασισμένο σε στόχους, επιθεωρήσεις και αναξιόπιστα συνήθως πρότυπα. Η εναλλακτική αυτή εκπαίδευση ενθαρρύνει μια πιο προσωπική, βιωματική και λιγότερο αυστηρή μάθηση έτσι ώστε ο τρόπος που κάποιος μαθαίνει να είναι πιο σημαντικός από τα αποτελέσματα.
Η ευχαρίστηση της μάθησης έγκειται στη δυνατότητα του μαθητή να μάθει πώς να μαθαίνει καθώς επίσης και στην ευκαιρία να ακούσει τι οι άλλοι έχουν μάθει, με σκοπό να αποκτήσει μια βαθύτερη κατανόηση της αλήθειας και της χρησιμότητας της γνώσης.
Η διαδικασία αυτή μπορεί να παραλληλισθεί με τα ακόλουθα λόγια του Αριστοτέλη:
“Η επιθυμία να γίνουμε φίλοι είναι γρήγορη διαδικασία, αλλά η φιλία είναι σαν την αργή ωρίμανση των καρπών. ”
Συμπερασματικά η διαδικασία του slow learning:
  • συνδέει τη γνώση με την πραγματική μάθηση
  • προωθεί τη μάθηση σε βάθος
  • στηρίζεται στα ενδιαφέροντα του μαθητή
  • προωθεί την έρευνα και το διάλογο
  • επιτρέπει την αυθεντική μάθηση
  • υποστηρίζει και υποστηρίζεται από τη μάθηση στην ομάδα
  • προασπίζει την απόλαυση της μάθησης
  • μετατρέπει την εκπαίδευση σε ταξίδι γνώσης κι όχι αγώνα
  • αναπτύσσει αξίες και ηθική
  • διαρκεί μια ζωή
Η ιδέα του slow learning είναι προ των πυλών, με την ελπίδα να ανακτήσει μια εμπειρία εκμάθησης πιο προσωπική και αυθεντική. Πιθανώς κάτι κρίσιμο στην εκπαιδευτική διαδικασία να μας έχει παραπέσει…
Παναγιώτης Φ. Μοίρας Καθηγητής-Συγγραφέας Φυσικής

"Τα προσόντα ενός εκπαιδευτικού"

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Paulo Freire «Δέκα Επιστολές προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν» εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα, 2006]
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι τα προσόντα για τα οποία θα μιλήσω, τα οποία θεωρώ απαραίτητα για τον προοδευτικό δάσκαλο, είναι προσόντα που αποκτώνται σταδιακά, μέσα από την καθημερινή πρακτική. Επιπλέον, αναπτύσσονται μέσα από την πρακτική, παράλληλα με την πολιτική απόφαση ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι εξαιρετικής σημασίας. Έτσι, τα προσόντα για τα οποία θα μιλήσω δεν μπορούμε να τα έχουμε εκ γενετής ούτε μπορούν να μας δοθούν με διάταγμα ή ως δώρο. Επίσης, η σειρά με την οποία τα παρουσιάζω εδώ δεν αφορά την αξία τους. Είναι όλα εξίσου αναγκαία για μια προοδευτική εκπαιδευτική πράξη.
Θα αρχίσω με την ταπεινοφροσύνη, χωρία να υπονοείται με κανένα τρόπο η έλλειψη αυτοσεβασμού, η μοιρολατρία ή η δειλία. Αντίθετα, η ταπεινοφροσύνη προϋποθέτει θάρρος, αυτοπεποίθηση, αυτοσεβασμό και σεβασμό για τους άλλους.
Η ταπεινοφροσύνη μας βοηθά να καταλάβουμε μια προφανή αλήθεια: κανείς δεν τα ξέρει όλα. Κανείς δεν τα αγνοεί όλα. Όλοι ξέρουμε κάτι. Όλοι αγνοούμε κάτι. Κάποιος χωρίς ταπεινοφροσύνη δεν μπορεί καν να ακούσει με σεβασμό εκείνους που θεωρεί πολύ κατώτερους του δικού του επιπέδου ικανοτήτων […]
Μια από τις ελλείψεις που μπορεί να έχει ο εκπαιδευτικός είναι η ανικανότητα να παίρνει αποφάσεις. Μια τέτοια αναποφαστικότητα εκλαμβάνεται από τους μαθητές είτε ως ηθική αδυναμία είτε ως επαγγελματική ανικανότητα. Οι δημοκρατικοί εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να ακυρώνουν τον εαυτό τους στο όνομα της δημοκρατικότητάς τους. Αντίθετα, μολονότι δεν μπορούν να πάρουν την αποκλειστική ευθύνη για τη ζωή των μαθητών τους, δεν πρέπει στο όνομα της δημοκρατίας να αποφύγουν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων. Παράλληλα, δεν πρέπει να αυθαιρετούν στις αποφάσεις τους […]
Μολονότι αναγνωρίζω ότι αυτές οι σκέψεις περί προσόντων είναι ανολοκλήρωτες, θα ήθελα επίσης να αναφέρω με συντομία τη χαρά της ζωής, που τη θεωρώ θεμελιώδη αρετή για τη δημοκρατική εκπαιδευτική πρακτική.
Είτε είμαστε πρόθυμοι να ξεπεράσουμε παραλείψεις ή ασυνέπειες είτε όχι, με ταπεινοφροσύνη, με στοργική αγάπη, με θάρρος, ανοχή, ικανότητα, αποφαστικότητα, υπομονή – ανυπομονησία και λεκτική φειδώ, συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός ευτυχισμένου, χαρούμενου σχολείου. Εργαζόμαστε για ένα σχολείο – περιπέτεια, ένα σχολείο που πάει μπροστά, που δεν φοβάται να ριψοκινδυνεύει, που απορρίπτει τη στασιμότητα. Είναι ένα σχολείο που σκέφτεται, συμμετέχει, δημιουργεί, μιλά, αγαπά, φαντάζεται, αγκαλιάζει με πάθος και λέει ναι στη ζωή. Δεν είναι ένα σχολείο που σιωπά και παραιτείται.
Πράγματι, ο εύκολος τρόπος να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια που ορθώνονται από την κυβερνητική περιφρόνηση και την αυθαιρεσία των αντιδημοκρατικών αρχών είναι η μοιρολατρική παραίτηση, στην οποία πολλοί από εμας καταφεύγουμε.
«Και τι μπορώ να κάνω; Είτε με αποκαλούν δάσκαλο είτε στοργική μητέρα, εγώ πάλι είμαι κακοπληρωμένος, αγνοημένος και παραμελημένος. Ας είναι, λοιπόν». Στην πραγματικότητα αυτή είναι η πιο βολική θέση, αλλά είναι και η θέση αυτού που παραιτείται από τον αγώνα, που παραιτείται από την ιστορία. Είναι η θέση εκείνων που αποκηρύσσουν τη σύγκρουση, η έλλειψη της οποίας υπονομεύει την αξιοπρέπεια της ζωής. Δεν μπορεί να υπάρξει ζωή ή ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς αγώνα και σύγκρουση. Η σύγκρουση ενυπάρχει στη συνείδησή μας. Αν αρνηθούμε τη σύγκρουση παραβλέπουμε τις πιο θεμελιακές όψεις της φυσικής και της κοινωνικής μας εμπειρίας. Προσπαθώντας να αποφύγουμε τη σύγκρουση, συντηρούμε το στάτους κβο.
Δεν βλέπω, συνεπώς, άλλη εναλλακτική λύση για τους εκπαιδευτικούς από την ενότητα μέσα στην ποικιλομορφία των ενδιαφερόντων τους για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους. Αυτά τα δικαιώματα περιλαμβάνουν το δικαίωμα της ελευθερίας στη διδασκαλία, το δικαίωμα να λένε τη γνώμη τους. Το δικαίωμα για καλύτερες συνθήκες στην άσκηση του παιδαγωγικού τους έργου, το δικαίωμα να παίρνουν πληρωμένες ετήσιες άδειες για επιμόρφωση, το δικαίωμα να είναι συγκροτημένοι. Το δικαίωμα να κρίνουν τις αρχές χωρίς το φόβο αντίποινων (που συνεπάγεται το καθήκον να κρίνουμε ειλικρινά). Το δικαίωμα στο καθήκον να είναι σοβαροί και σαφείς και να μην ψεύδονται για να επιβιώσουν.
Πρέπει να αγωνιζόμαστε ώστε αυτά τα δικαιώματα όχι μόνο να αναγνωριστούν, αλλά και να γίνουν σεβαστά και να εφαρμοστούν. Κάποιες φορές μπορεί να χρειαστεί να αγωνιστούμε στο πλευρό των συνδικαλιστικών οργανώσεων κι άλλες φορές εναντίον τους, αν η ηγεσία τους είναι σεχταριστική, είτε είναι αριστερή είτε δεξιά. Άλλες φορές πάλι μπορεί να πρέπει να αγωνιστούμε ως προοδευτική διοίκηση ενάντια στην οργισμένη αντίδραση της συντήρησης, των προσηλωμένων στις παραδόσεις και εναντίον των νεοφιλελεύθερων που βλέπουν τον εαυτό τους ως το απαύγασμα της ιστορίας […]
Οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί πρέπει να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν είναι μόνο δάσκαλοι – κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί – δεν είναι μόνο ειδικοί της διδασκαλίας. Είμαστε πολιτικοί αγωνιστές, επειδή είμαστε δάσκαλοι. Η δουλειά μας δεν τελειώνει στη διδασκαλία των μαθηματικών, της γεωγραφίας, του συντακτικού, της ιστορίας. Η δουλειά μας είναι να διδάξουμε αυτά τα πράγματα με σοβαρότητα και επιδεξιότητα, αλλά και να συμμετέχουμε, να αφιερωθούμε στον αγώνα για να νικηθεί η κοινωνική αδικία.
Πηγή: Λόγια Εκπαιδευτικών

Διδασκαλία και μάθηση

Το θέμα δεν είναι τι διδάσκουμε εμείς, το θέμα είναι αυτά τι μαθαίνουν.

Αναδημοσίευση από το  "Δίκτυο κριτικής στην εκπαίδευση"
Μεταφράζουμε ένα πολύ ενδιαφέρον, κατά την γνώμη μας, άρθρο του Αμερικανού παιδαγωγού Alfie Kohn. Ο Kohn εστιάζει στην αλληλεπίδραση διδασκαλίας και μάθησης και ασκεί κριτική στην τάση να κρίνουμε την εκπαιδευτική διαδικασία με αποκλειστικό άξονα την πρώτη. Αυτό που μετράει δεν η διδασκαλία αυτή καθέ αυτή, αλλά η αλληλεπίδραση με τον μαθητή και σε τελική ανάλυση ο τρόπος  που την βιώνει ο μαθητής. Ως εκ τούτου πρέπει να έχουμε ως αφετηρία και ως τελικό προορισμό την εμπειρία του παιδιού.


του Alfie Kohn
Ποτέ δεν κατάλαβα όλη αυτήν την φασαρία γύρω από το παλιό αίνιγμα: “Εάν ένα δέντρο πέσει μέσα σε ένα δάσος και κανένας δεν είναι τριγύρω για να το ακούσει, αυτό παράγει ήχο;” Δεν είναι απλώς ένα ερώτημα για το πώς επιλέγουμε να ορίσουμε την λέξη ήχος; Εάν εννοούμε: “δονήσεις μίας συγκεκριμένης συχνότητας μεταφερόμενης μέσω του αέρα” τότε η απάντηση είναι ναι. Εάν εννοούμε: “δονήσεις που προκαλούν ερέθισμα στο ακουστικό σύστημα ενός οργανισμού” τότε η απάντηση είναι όχι.
Πιο προκλητικός είναι, ίσως ο ακόλουθος γρίφος, που αποδίδεται μερικές φορές σε απρόθυμους εκπαιδευτικούς: “Έκανα μία καλή διδασκαλία, αν και οι μαθητές δεν έμαθαν”. Και πάλι όλα εξαρτώνται από τον ορισμό. Εάν η διδασκαλία εκλαμβάνεται ως μία αλληλεπιδραστική δραστηριότητα, μία διαδικασία διευκόλυνσης της μάθησης, τότε η πρόταση είναι αναληθής. Δεν έχει περισσότερο νόημα από την φράση: “Είχα ένα πλούσιο γεύμα, αν και δεν έφαγα τίποτα”. Αλλά τι γίνεται αν η διδασκαλία ορίζεται αποκλειστικά με όρους του τι λέει και τι κάνει ο δάσκαλος; Σε αυτήν την περίπτωση η δήλωση δεν είναι οξύμωρη. Είναι απλώς χαζή. Μία ανεπιτυχής διδασκαλία δεν οδηγεί οποιονδήποτε την έκανε να ρωτήσει: “Λοιπόν, τι θα μπορούσα να κάνω, ώστε να είναι πιο πετυχημένη;” 
Αυτή η ερώτηση θα προέκυπτε πράγματι σε εκπαιδευτικούς που αντιλαμβάνονται την μάθηση – σε αντίθεση με την απλή διδασκαλία – ως το κεντρικό σημείο αυτού που κάνουν για να ζήσουν. Γενικότερα, είναι επιρρεπείς να συνειδητοποιήσουν ότι οτιδήποτε κάνουμε δεν μετράει περισσότερο από τον τρόπο που τα παιδιά το βιώνουν.
Ας αναλογιστούμε τι γίνεται μεταξύ παιδιών και γονιών. Όταν ζητείται από τον καθένα να περιγράψει κάποια πλευρά της κοινής τους ζωής, οι απαντήσεις αποκλίνουν εντυπωσιακά. Μία μεγάλη έρευνα στο Michigan, παραδείγματος χάρη, που εστίαζε στο βαθμό στον οποίο τα παιδιά συμπεριλαμβάνονταν στην διαδικασία λήψης αποφάσεων της οικογένειας κατέληξε σε διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με το αν οι ερωτήσεις απευθύνονταν στους γονείς ή στα παιδιά. (Περιέργως τρεις άλλες έρευνες βρήκαν πως αν υπάρχει κάποιος αντικειμενικός τρόπος για να φτάσεις στην αλήθεια, οι αντιλήψεις των παιδιών για την συμπεριφορά των γονιών δεν είναι λιγότερο ακριβείς από τις αναφορές των γονιών για τις ίδιες τις δικές τους συμπεριφορές)
Αλλά το σημαντικό ερώτημα δεν είναι ποιος έχει δίκιο. Είναι ποιανού προοπτική παράγει ποικίλα αποτελέσματα. Δεν έχει σημασία ποιο μάθημα ήθελε να δώσει ο γονιός με το να δώσει στο παιδί, ας πούμε, ένα time out (ή κάποια άλλη τιμωρία). Εάν το παιδί το βιώσει ως μία μορφή απόσυρσης αγάπης, τότε αυτό θα καθορίσει το αποτέλεσμα. Παρόμοια, οι γονείς μπορεί να επαινούν με την ελπίδα πως προσφέρουν ενθάρρυνση, αλλά τα παιδιά ίσως να αγανακτούν με το “Μπράβο!” ή μπορεί να μεγαλώσουν όλο και περισσότερο εξαρτώμενα από την ικανοποίηση των ανθρώπων που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας. (περισσότερα για τον έπαινο από τον ίδιο συγγραφέα στο: “5 λόγοι για να σταματήσουμε να λέμε Μπράβο!” )
Επιπλέον, τόσο από τις τιμωρίες όσο και από τις ανταμοιβές τα παιδιά μπορεί να λάβουν ένα μάθημα όρων και προυποθέσεων: Με αγαπούν και είμαι αγαπητό μόνο όταν κάνω αυτό που μου λένε. Φυσικά, οι περισσότεροι γονείς θα επέμεναν πως αγαπούν τα παιδιά τους σε κάθε περίπτωση. Αλλά, όπως το θέτει μία ομάδα ερευνητών σε ένα βιβλίο για τα στυλ ελέγχου των γονιών “Είναι η εμπειρία αυτής της συμπεριφοράς από την μεριά του παιδιού που έχει την σπουδαιότερη επίδραση πάνω στην ακόλουθη ανάπτυξη του παιδιού”. Το μήνυμα που μετράει είναι το μήνυμα που το παιδί λαμβάνει και όχι αυτό που ο ενήλικας θεωρεί πως στέλνει.
Ακριβώς το ίδιο σημείο εφαρμόζεται σε ένα σχολείο, που οι εκπαιδευτικοί μπορεί επίσης να χρησιμοποιούν καρότο και μαστίγιο για τους μαθητές. Ίσως πιστεύουμε πως δίνουμε έμφαση στην σημαντικότητα της συνέπειας στην ώρα με το να χρησιμοποιούμε μία τιμωρία για την αργοπορία των μαθητών, ή πως δηλώνουμε την ανάγκη για σεβασμό, όταν αποβάλλουμε έναν μαθητή επειδή βρίζει, ή πως υποστηρίζουμε την αξία συγκεκριμένων συμπεριφορών, όταν ανταμοίβουμε τους μαθητές που τις ακολουθούν.
Τι γίνεται όμως εάν οι μαθητές που τιμωρούνται ή ανταμείβονται δεν τον βλέπουν έτσι;  Αν η απάντηση του/της είναι: “Δεν είναι δίκαιο” ή “Την επόμενη φορά δεν θα πιαστώ” ή “Υποθέτω πως όταν έχει περισσότερη εξουσία μπορείς να κάνεις άλλους ανθρώπους να υποφέρουν αν δεν κάνουν αυτό που θέλεις” ή “Εάν πρέπει να με ανταμείβουν για το Χ, τότε το Χ πρέπει να είναι κάτι που δεν θέλω να το κάνω”.
Ισχυριζόμαστε πως οι μαθητές έχουν συνεχώς λάθος,  πως οι παρεμβάσεις είναι πράγματι δίκαιες, πως οι συνέπειες είναι δικαιολογημένες και πως το σύστημα ανταμοιβών βγάζει τέλειο νόημα. Αλλά εάν οι μαθητές δεν μοιράζονται την οπτική μας, τότε αυτό που κάνουμε πιθανώς δεν μπορεί να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τα αποτελέσματα δεν προέρχονται από συμπεριφορές, αλλά από το νόημα των συμπεριφορών.
Το ίδιο αληθεύει και για τους δασκάλους που είναι αυστηροί με τους βαθμούς. Η πρόθεσή τους – “να διατηρήσουν υψηλά στάνταρ” ή “να ωθήσουν του μαθητές να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν” – είναι τελείως άσχετη με το αν ένας χαμηλός βαθμός εκληφθεί διαφορετικά από τον μαθητή που τον πήρε, που σχεδόν πάντα έτσι γίνεται. Ομοίως, εάν οι μαθητές βλέπουν τις ασκήσεις για το σπίτι ως κάτι με το οποίο ανυπομονούν να ξεμπερδέψουν, δεν έχει σημασία πόσο καλά είναι σχεδιασμένες ή πόση αξία θεωρούμε πως έχουν. Η πιθανότητα οι ασκήσεις να βοηθήσουν τους μαθητές να μάθουν κάτι αποτελεσματικά, πόσο μάλλον να ενθουσιαστούν σχετικά με αυτό, είναι υπέρμετρα χαμηλή.
Εάν οι δάσκαλοι κάνουν απλώς το μάθημα τους και αφήνουν τον κάθε μαθητή να βγάλει νόημα από αυτό — “έτσι ώστε το παιδί να αισθάνεται πως όταν δεν το καταλαβαίνει είναι δικό του σφάλμα” (για να δανειστώ τα λόγια του John Holt) — τότε η μάθηση, που έχει νόημα, βρίσκεται σε φοβερά  μικρό ποσοστό σε αυτές τις αίθουσες.
Αλλά ας το αντιμετωπίσουμε: Είναι πιο εύκολο να ασχολείσαι με την διδασκαλία παρά με την μάθηση, όπως ακριβώς είναι πιο βολικό να αποδίδεις το λάθος στους άλλους παρά σε εσένα όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Είναι ελκυστικό, όταν οι μαθητές δίνουν κάποιου είδους διαγώνισμα να θεωρείς πως τα αποτελέσματα δείχνουν πρωτίστως πόση πρόοδος έκανε ή δεν έκανε κάθε παιδί– παρά να παρατηρείς ότι η ποιότητα της διδασκαλίας αξιολογείται επίσης.
Το “Έκανα μία καλή διδασκαλία …” πιθανώς δείχνει πως η μάθηση γίνεται αντιληπτή ως μία διαδικασία αφομοίωσης πληροφορίων, η οποία με την σειρά της σημαίνει πως η διδασκαλία συνιστά την παράδοση αυτών των πληροφοριών. (Πολλά χρόνια πριν ο συγγραφέας George Leonard περιέγραψε την διάλεξη ως “τον καλύτερο τρόπο να μεταφέρεις πληροφορίες από το βιβλίο του δασκάλου στο τετράδιο του μαθητή χωρίς να αγγίξεις το μυαλό του μαθητή”). Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαιτέρως κοινή ιδιαίτερα στο λύκειο και στους ακαδημαϊκούς καθηγητές, που ενθαρρύνονται να θεωρούν τους εαυτούς τους ως ειδικούς στην ειδικότητα τους (φιλολογία, επιστήμη, ιστορία) παρά στην παιδαγωγική.Η reductio ad absurdum θα ήταν αυτοί που “παίρνουν το περιεχόμενο τους τόσο πολύ στα σοβαρά που ξεχνούν τους μαθητές”, όπως το θέτει η Linda McNeil στο απογοητευτικό πορτρέτο της για το λύκειο.
Το πρόβλημα ίσως ξεκινά στα σχολεία της εκπαίδευσης, όπου δάσκαλοι κατά τη διάρκεια των σπουδών τους δαπανούν πολύ λίγο χρόνο μαθαίνοντας για την μάθηση, σε σχέση με το χρόνο που αφιερώνουν στο υπό τη συζήτηση περιεχόμενο. Ακόμη χειρότερα, όταν ζητηθεί στους δασκάλους αυτές τις μέρες να σκεφτούν για τη μάθηση, αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με όρους συμπεριφορισμού, με έμφαση στις διακριτές, μετρήσιμες ικανότητες. Το θέμα δεν είναι να εμβαθύνεις την κατανόηση (και τον ενθουσιασμό) αλλά μόνο να ανεβάσεις τους βαθμούς των τεστ.
Είναι γεγονός πως η αληθινή μάθηση δεν μπορεί συχνά να εκτιμηθεί και μία κεντρική εστίαση στα “δεδομένα” μετατρέπει το σχολείο σε κάτι ρηχό και άψυχο. Ιδεωδώς, η προσοχή στην μάθηση σημαίνει μία προσπάθεια να συλλάβουμε πως κάθε μαθητής καταλαβαίνει τον κόσμο, ώστε να μπορέσουμε να φτάσουμε εκεί που αυτός είναι. “Διδάσκω” όπως μας υπενθυμίζει η Deborah Meier “είναι κυρίως ακούω”. (Είναι αυτοί που μαθαίνουν, προσθέτει, που πρέπει να κάνουν περισσότερη “ομιλία” βασισμένοι στο πως παλεύουν με ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα σπουδών). Φανταστείτε πως οι αμερικάνικες τάξεις θα μεταμορφωνόταν, αν ενεργοποιήσουμε πραγματικά αυτήν την σοφία.
Και δεν είναι μόνο το να ακούς με την κυριολεκτική σημασία που χρειάζεται, αλλά η θέληση να φανταστείς την οπτική γωνία του μαθητή.  Πώς αισθάνεσαι να κάθεσαι εκεί με τις γεμάτες αμφιβολίες προσπάθειες σου να γράψεις μία έκθεση ή να λύσεις ένα πρόβλημα ενώ βρίσκεσαι σε συνεχή αξιολόγηση; (Πολλοί δάσκαλοι που περιμένουν από τους μαθητές τους να ανέχονται από πάνω μέχρι κάτω, ή ακόμα και να επωφελούνται, από ένα συνεχή βομβαρδισμό κριτικής είναι συχνά οι ίδιοι υπερβολικά ευαίσθητοι σε κάθε πρόταση για την βελτίωση των δικών τους δεξιοτήτων.) Πράγματι, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να προσπαθούν κάτι καινούριο στις ζωές τους, κάτι για το οποίο πρέπει να παλέψουν για να το πετύχουν, ώστε να εκτιμήσουν τι πασχίζουν να κάνουν οι μαθητές τους κάθε μέρα.
Τέλος, όπως οι δάσκαλοι είναι στους μαθητές, έτσι και οι διοικούντες είναι στους δασκάλους. Η επιτυχημένη σχολική ηγεσία δεν εξαρτάται από ποιοι είναι οι διευθυντές και οι σχολικοί σύμβουλοι, αλλά από το πως οι πράξεις τους εκλαμβάνονται από το ακροατήριο τους, ιδιαίτερα από τους δασκάλους της τάξης. Οι αποδέκτες του μηνύματος μπορεί να είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία αλλά το δίδαγμα είναι το ίδιο: Είναι καλύτερο να βλέπουμε τι κάνουμε μέσα από τα μάτια εκείνων στους οποίους το κάνουμε.
Πηγή: www.alfiekohn.org

Οι άριστοι και οι μηδαμινοί

Οι άριστοι και οι μηδαμινοί
Του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου
Στους φεουδαρχικούς καιρούς ήταν εύκολο να διακρίνει κανείς τους λίγους από τους πολλούς. Οι λίγοι είχαν γεννηθεί τέτοιοι, όπως εξάλλου και οι πολλοί. Οι άνθρωποι γεννιόντουσαν βαρόνοι, μαρκήσιοι και κόμητες ή γεννιόντουσαν δουλοπάροικοι, και πέθαιναν έτσι ακριβώς όπως είχαν γεννηθεί, αριστοκράτες ή του λαού. Όλα ήσαν καθαρά. Αποτρόπαια μεν, πλην όμως καθαρά.
Ύστερα, ήλθαν οι αστοί με τις  φιλελεύθερες ιδέες τους, και αρνήθηκαν στην πράξη το προνόμιο της γέννησης. Διακήρυξαν ότι στον καθένα, θα επιτρεπόταν να έχει μια μοίρα διαφορετική από αυτήν που υπαγόρευε η γέννησή του. Μόνον που, αφού με τέτοια λόγια γκρέμισαν τον παλιό κόσμο και πήραν τα ηνία των κοινωνιών στα χέρια τους, μετά από κάποιο καιρό έχασαν την επαναστατική τους ορμή, και έγιναν  και αυτοί με τη σειρά τους, οι λίγοι. Έπρεπε, λοιπόν, να αντιμετωπίσουν τους πολλούς και να νομιμοποιήσουν την υπεροχή τους απέναντι τους. Και τότε στη θέση της γέννησης και της εκ θεού εκπορευόμενης εξουσίας των αριστοκρατών, έβαλαν την «αξία» και την «αριστεία».
Οι φιλελεύθεροι και οι σχολές αριστείας
Διαβάστε τι γράφει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή του, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ιδρυτής ενός εκπαιδευτικού θεσμού από τον οποίο αποφοιτά, ακόμα και σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία της γαλλικής πολιτικής ελίτ, ο φιλελεύθερος Εμίλ Μπουτμύ (Emile Boutmy): «Τα προνόμια πέθαναν και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη δημοκρατία.  Οι ανώτερες τάξεις, όπως αυτοαποκαλούνται, είναι υποχρεωμένες να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Θα κατορθώσουν, όμως, να διατηρήσουν την πολιτική τους κυριαρχία, αν επικαλεσθούν το δικαίωμα του πιο ικανού. Πίσω από τις ετοιμόρροπες επάλξεις των προνομίων και της παράδοσης, ο χείμαρρος της Δημοκρατίας πρέπει να συναντήσει μια δεύτερη γραμμή άμυνας, χτισμένη από πασίδηλες και χρήσιμες ικανότητες, από ανώτερες ιδιότητες που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος τους.»
Τέτοια ήθελε τη Σχολή του, ο Εμίλ Μπουτμύ, μια σχολή αριστείας. Τέτοια θέλουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, οι φιλελεύθεροι όλων των εποχών. Και μηχανεύονται όλους τους τρόπους για να τα προστατεύσουν από την άλωση των πολλών. Ακόμα και σήμερα αποπειρώνται να θεσπίσουν δίδακτρα και εκεί που ακόμα δεν το έχουν κάνει. Ακόμα και σήμερα, με θεσμούς εμπνευσμένους από τον κόσμο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, όπως είναι τα Συμβούλια Ιδρύματος, απαγορεύουν στους «ετερόδοξους» να θέσουν υποψηφιότητα για Πρυτάνεις, από το φόβο τους μήπως αυτοί οι τελευταίοι εκφράσουν τους πολλούς. Και σήμερα κραδαίνουν την «αριστεία», υπονοώντας ότι αυτοί οι ίδιοι είναι οι «άριστοι» και εμείς οι άλλοι, μηδαμινοί και ασήμαντοι. Γιατί οι φιλελεύθεροι και ιδιαίτερα οι νεοφιλελεύθεροι, δεν πιστεύουν επ’ ουδενί στην ισότητα. Ποτέ, εξάλλου, δεν πίστεψαν.  
Η επικινδυνότητα των εννοιών
Να τι δήλωσε τις μέρες αυτές ο Νίκος Δήμου: «Αλλά πώς να γίνει – οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι στις ικανότητες, ούτε στο ταλέντο, ούτε στον δυναμισμό.» Βεβαίως, ο καλός κ. Δήμου δεν μας διευκρινίζει πώς κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό; Πήγε και έκανε μετρήσεις ανάμεσα σε νεογνά στο μαιευτήριο, ή έκανε συγκριτική μελέτη ανάμεσα σ’ ένα σχολείο του Περάματος και σε ένα σχολείο, στο οποίο πάνε παιδιά από την Εκάλη…
Οι δημοσιολόγοι του «εξτρεμιστικού κέντρου» (χαρακτηρισμός του Α. Βλάχου) ή «ακραίου κέντρου» (του Δ. Παπανικολάου), κραδαίνουν την «αριστεία» ως το αυτονόητο. Ξεχνούν, ή δεν γνωρίζουν, ότι τα γραπτά του Μιχαλολιάκου, βρίθουν από ύμνους στην «αριστεία» και στους «αρίστους».
..........................................................
Γιατί και το «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά», αυτονόητο είναι. Μόνον που οι εργάτες τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι βρώμικοι, ενώ οι βιομήχανοι είναι όλες τις ώρες, καθαροί…
* Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Περι αξιολόγησης

Σε καιρούς σοβαρών οικονομικών κρίσεων, υπάρχει μια ευρύτατα διαδεδομένη τάση σε πολλές χώρες να μεταφέρεται η ευθύνη για την επιδείνωση της κοινωνικής κινητικότητας και των σχολικών επιδόσεων στον εκπαιδευτικό και να αποδίδεται σημαντικά λιγότερη προσοχή στις κοινωνικο-οικονομικές ρίζες της κρίσης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, αυτό μπορεί να το δει κανείς στη μεγάλης κλίμακας υιοθέτηση της «αμοιβής ανάλογα με την απόδοση» για τους εκπαιδευτικούς, όπου η αμοιβή των εκπαιδευτικών εξαρτάται όλο και περισσότερο από τα αποτελέσματα των μαθητών τους στα τεστ. Ενώ οι επίσημες πολιτικές λένε σχεδόν πάντα ότι τα αποτελέσματα στα τεστ πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και να συνοδεύονται από παρακολουθήσεις στην τάξη, σε κάθε σχεδόν εκπαιδευτικό σύστημα όπου αυτό το σύνολο των προσεγγίσεων έχει τεθεί σε εφαρμογή έχουν προκύψει πολύ σοβαρά προβλήματα. Προϊστάμενοι και αξιολογητές έχουν ουσιαστικά πολύ λίγο χρόνο, για να κάνουν ουσιαστικές παρακολουθήσεις. Υπάρχει μικρή εισαγωγή δεδομένων από τους εκπαιδευτικούς στις κατηγορίες που χρησιμοποιούνται. Στην πραγματικότητα το φάσμα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης είναι εξαιρετικά αβέβαια και μπορεί να ποικίλλουν από τάξη σε τάξη, από μέρα σε μέρα και από έτος σε έτος, καθιστώντας έτσι τις παρακολουθήσεις ιδιαίτερα προβληματικές με όρους αξιοπιστίας. Τελικά, μέτρο του «καλού εκπαιδευτικού» γίνονται, στην ουσία, τα αποτελέσματα στα τεστ.
Το επιχείρημα είναι πάντα ότι τέτοιες «κουλτούρες λογιστικού ελέγχου» υπάρχουν για να «βοηθούν». Ωστόσο, όπως έχω εξηγήσει σε πολλά κείμενα, και ιδιαίτερα στο Educating the "Right" Way: Markets, Standards, God and Inequality και το Can Education Change Society?, υπάρχουν πολύ λίγες ενδείξεις ότι πράγματι βοηθούν, και διαρκώς αυξανόμενα στοιχεία ότι οδηγούν σε πτώση της ποιότητας και της ανταπόκρισης των εκπαιδευτικών. Έχουν σημαντικές συνέπειες στο αναλυτικό πρόγραμμα, οδηγώντας εκπαιδευτικούς και προϊσταμένους να τονίζουν μόνο ό,τι υπάρχει στα τεστ και να εστιάζουν σε εύκολους και βραχυπρόθεσμους στόχους κατά τη διάρκεια των παρακολουθήσεων. Ολόκληρη η διαδικασία μειώνει την αυτονομία των εκπαιδευτικών και την ικανότητά τους να συνδέουν το αναλυτικό πρόγραμμα με τις βιωμένες εμπειρίες και τις πολιτισμικές πραγματικότητες των μαθητών τους και των κοινοτήτων τους. Δημιουργεί μια κουλτούρα ανταγωνισμού μέσα στα σχολεία και μεταξύ σχολείων και εκπαιδευτικών. Ουσιαστικά παίζει ένα σημαντικό ρόλο οδηγώντας σε κινήματα που πιέζουν για την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης.
Συνεπώς, πολιτικές όπως η πληρωμή με βάση την απόδοση ή η διαρκής πίεση των αδιάκοπων αξιολογήσεων των εκπαιδευτικών πρέπει να ιδωθούν ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου πολιτικών, που βασίζονται σε μια σχεδόν «θρησκευτική» αφοσίωση σε κουλτούρες λογιστικού ελέγχου. Επιβάλλουν περισσότερες εξετάσεις, περισσότερη τυποποιημένη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, περισσότερους ισχυρισμούς ότι οι εκπαιδευτικοί αποτελούν την κύρια πηγή όλων των δεινών στα εκπαιδευτικά μας συστήματα. Για μια ακόμη φορά, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που στηρίζουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Ακόμη και αν ήταν μερικώς αληθείς (και φυσικά υπάρχουν κάποιοι εκπαιδευτικοί -και γιατροί και δικηγόροι και τραπεζίτες και κυβερνητικοί αξιωματούχοι και προϊστάμενοι και αξιολογητές και άνθρωποι σε κάθε σχεδόν επάγγελμα- που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους), ο πρωταρχικός ρόλος κάθε μορφής κριτικά δημοκρατικής αξιολόγησης θα έπρεπε να είναι να προσφέρει βοήθεια και υποστήριξη. Αλλιώς, βασίζουμε τις κρίσεις μας σε παραδοχές που αποβλέπουν στο να τιμωρήσουν.
Η διδασκαλία είναι μια εξαιρετικά σύνθετη παιδαγωγική και ηθική διαδικασία, που δεν μπορεί -και δεν πρέπει- να αξιολογείται με απλοϊκά κριτήρια. Το να την κρίνει κανείς με σκοπό να προσφέρει στήριξη απαιτεί τη χρήση ενός μεγάλου φάσματος στοιχείων. Χρησιμοποιώντας όμως τέτοια στοιχεία πρέπει να έχουμε πλήρη συνείδηση όσων συμβαίνουν έξω από την Ελλάδα, όπου τέτοιες πολιτικές έχουν αποδειχθεί συχνά καταστροφικές και κρίνουν τους εκπαιδευτικούς με κάτι που μοιάζει με «κανονική κατανομή». Τελικά, κανένα εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να θεωρείται δημοκρατικό, αν εκείνοι που επιτελούν το σημαντικότερο έργο στο εσωτερικό του, οι εκπαιδευτικοί, αντιμετωπίζονται με αντιδημοκρατικούς και τιμωρητικούς τρόπους.
Ο ελληνικός λαός και οι εκπαιδευτικοί του αξίζουν καλύτερη τύχη.
Michael W. Apple
John Bascom Professor of Curriculum and Instruction and Educational Policy Studies
University of Wisconsin, Madison

Για την Φυσική Α΄ Γυμνασίου - Α. Κασσέτας

1. Αγόρια και κορίτσια γεννημένα τον εικοστό πρώτο αιώνα.
2. Δεοντολογία
3. Τα «Φυσικά Δημοτικού»
4. Φυσική στην Α΄ Γυμνασίου
5. Η προτεινόμενη «Φυσική με πειράματα»
6. Να κρίνουμε, να επικρίνουμε αλλά και να προτείνουμε
7. Η Φυσική.
8. Τα ραντεβού της αισθητηριακής εμπειρίας με την Αφαίρεση.

1. Αγόρια και κορίτσια γεννημένα τον 21οαιώνα.Εκείνος, ένας συνήθης «πι έψιλον τέσσερα», η κλειστή πόρτα της σχολικής αίθουσας και οι εικοσιεπτά καθισμένοι σε θρανία, όλοι τους γεννημένοι τον 21οαιώνα, μαζί και αρκετοί εκείνοι που δεν έχουν την ελληνική γλώσσα ως “μητρική ”. Καθένας τους και καθεμία τους πλάσμα ανθρώπινο με οσφυϊκούς σπονδύλους και όνειρα ένα σωρό, πλάσμα που αναζητεί βεβαιότητες και απεχθάνεται την απροσδιοριστία, έχει βαθύτατη ανάγκη από έναν ΙΣΤΟ που να συνδέει τους επτά νάνους με τους οποίους μεγάλωσε, με τον Παναθηναϊκό, με το βίντεο γκέημ και με το πυθαγόρειο θεώρημα και ταυτόχρονα πλάσμα μοναδικό με εντελώς δικές του ιδέες για το “τι ακριβώς συμβαίνει με το υπόλοιπο σύμπαν”, με αναπαραστάσεις – εσωτερικές εικόνες- απολύτως προσωπικές, σε εποχή που η νόηση έχει μόλις αρχίσει το ανηφορικό της ταξίδι από το συγκεκριμένο και το χειροπιαστό προς τη χώρα της Αφαίρεσης, και πέρα από όλα αυτά, ένα πλάσμα με ένα σωρό απωθήσεις στο προσωπικό του υπόγειο, ποσότητες πίκρας και δυσφορίας, που δεν θα τις ομολογήσει σε κανέναν και ποτέ. Μάθημα Φυσικής στην Α΄ Γυμνασίου με τους δωδεκάχρονους «ψαρωμένους» από την αλλαγή, μέχρι πέρυσι ήταν οι μεγαλύτεροι του Δημοτικού, τώρα στο Γυμνάσιο έχουν γίνει «τα πιτσιρίκια». Φυσική στην Α΄ Γυμνασίου, η ιδέα άρεσε σε όλους τους φυσικούς , αλλά οι Οδηγίες για τη διδασκαλία μόλις έφθασαν και η πρώτη γεύση, για εκείνον τουλάχιστον, είναι στην περιοχή του «ωχ ! ». Ωστόσο, οι καθισμένοι απέναντί του συνιστούν μια ποσότητα ενεστώτα σε αποχρώσεις άνοιξης και ακόμα περισσότερο ένα «διάνυσμα» με κατεύθυνση προς το Αύριο, η παράσταση « οι εικοσιεπτά και ο ένας που σχεδόν ποτέ δεν γίνονται εικοσιοκτώ» πρέπει να αρχίσει κι εκείνος μολονότι συμπεπιεσμένος», όχι μόνο από τις Οδηγίες αλλά και από το κοινωνικό θερμοκήπιο του ελληνικού σήμερα, πρέπει να προχωρήσει και να κάνει ότι καλύτερο μπορεί. Εξάλλου,κάθε ώρα διδασκαλίας μπορεί να γεννήσει έναν νέο τρόπο διδακτικής πρακτικής, να δώσει μια καινούρια ιδέα, να δώσει ένα απόσταγμα εμπειρίας το οποίο με τη σειρά του , από τη στιγμή που θα γνωστοποιηθεί και σε άλλους «πι έψιλον τέσσερα», ενδεχομένως να προκαλέσει εναύσματα για νέες προοπτικές.
2. Δεοντολογία.Εδώ και πολλές δεκαετίες σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην Ελλάδα, η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι τα Προγράμματα Σπουδών – ειδικά για τη Διδασκαλία των επιστημών – έχουν ανάγκη από αδιάκοπη ανανέωση. Από τη σκοπιά της δεοντολογίας η ακολουθούμενη πρακτική είναι μία και συγκεκριμένη α. συγκρότηση μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση ενός νέου Προγράμματος.β. εκπόνηση νέου Προγράμματος ύστερα από διαδικασίες αρκετών μηνών γ. Διακήρυξη για συγγραφή νέων βιβλίων – ενός ή περισσότερων – τα οποία να υλοποιούν το νέο Πρόγραμμα δ. Συγγραφή των βιβλίων αυτών σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο που απαιτήθηκε για την εκπόνηση του Προγράμματος, ε. Εφαρμογή του νέου Προγράμματος, στ. καταγραφή του «τι έγινε με την εφαρμογή του» με άμεσο στόχο μια ενδεχόμενη βελτίωσή και ζ. στα επόμενα χρόνια εκπόνηση ενός άλλου Προγράμματος που όχι μόνο θα αξιοποιεί την καταγραφείσα εμπειρία αλλά θα συμπεριλαμβάνει τόσο τις νέες τάσεις για τη διδασκαλία των επιστημών μέχρι και τις διαφοροποιήσεις σε ζητήματα κοινωνικών αναγκών Βέβαια στη δική μας κοινωνία του ελληνικού σήμερα η απόσταση από τη δεοντολογία μέχρι την εκπαιδευτική πραγματικότητα είναι «αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα». Προγράμματα και σχολικά βιβλία τα οποία στις συνειδήσεις διδασκόντων και διδασκομένων έχουν απορριφθεί – οι περιπτώσεις Φυσική στην Α΄ Λυκείου και Φυσική στη Β΄ Γυμνασίου είναι χαρακτηριστικές - διατηρούνται άθικτα και το «έργο» ξαναπαίζεται από την αρχή.
3. Τα «Φυσικά» στο Δημοτικό σχολείο. Μετά από πολλά χρόνια εφαρμογής του ίδιου Αναλυτικού Προγράμματος για τη Διδασκαλία των Φυσικών επιστημών στο Δημοτικό σχολείο, και αφού η μοναδική κριτική που έχει ακουστεί – σε περιορισμένο αριθμό ημερίδων και δημοσιεύσεων –ήταν αρνητική, η πολιτεία, πριν τρία χρόνια έκρινε ότι τα προγράμματα αυτά και τα αντίστοιχα σχολικά βιβλία χρειάζονται αλλαγή . Είναι χαρακτηριστικό ότι μία άλλη ομάδα εμπειρογνωμόνων έχει εκπονήσει νέα Προγράμματα για το Δημοτικό σχολεία τα οποία δοκιμάζονται ήδη πιλοτικά. Για να γίνει κατανοητό το γιατί έχουν καταγραφεί αρνητικές κριτικές , τόσο από παιδαγωγούς όσο και από φυσικούς, σταχυολογώ και σχολιάζω ορισμένα μόνο από τα γραφόμενα στα βιβλία του Δημοτικού. Πολλά από αυτά τα έχει ήδη παρουσιάσει, το 2009, ο καθηγητής, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Παναγιώτης Κουμαράς
Διαβάζουμε στο σχολικό βιβλίο
Πιθανές σκέψεις κάποιου 10χρονου ή 11χρόνου
Σκέψεις ενός φυσικού
Τα πρωτόνια και τα νετρόνια αποτελούνται και αυτά απο μικρότερα σωματίδια , τακουάρκ Ε΄ Δημοτικού σελ. 14 .

Η σκέψη του 10χρονου : Το πιστεύω . . . αφού το λέει η δασκάλα
Η Φυσική είναι κάτι όπως οι δέκα εντολές του Μωϋσή. Ο 10χρονος πρέπει να εκφωνήσει το σύμβολο της πίστεως«Πιστεύω εις ένα κουάρκ».
Η μάζα ενός σώματος εκφράζει το ποσό της ύλης από το οποίο αποτελείται Ε΄ Δημοτικού σελ16.
Η σκέψη του 10χρονου : Φοβάμαι ότι πρέπει να μάθω να το λέω «απέξω» και να προσέχω ότι ένα σώμα αποτελείται «από ποσό» της ύλης .
Η διδασκαλία της Φυσικής οφείλει να θεμελιώνεται σε συνδυασμό εμπειρίας και νόησης. Όχι να παρουσιάζεται έτοιμη και εξοπλισμένη με τη δύναμη της απόλυτης Αλήθειας. Ειδικά μάλιστα όταν απευθύνεται σε ανθρώπους 10 ετών.

Τη θερμική ενέργεια την αντιλαμβανόμαστε από τη θερμοκρασία του σώματος. Όσο περισσότερη θερμική ενέργεια έχει ένα σώμα τόσο μεγαλύτερη είναι η θερμοκρασία του Ε’τάξη Δημοτικού σελ. 42

Η σκέψη του 10χρονου : Είναι όμως όλα αυτά δύσκολα. Πώς να ξεχωρίσωθερμοκρασία, θερμότητα και θερμική ενέργεια; Νομίζω όμως ότι αυτό που γράφει το κατάλαβα. «ένα πορτοκάλι έχει μεγαλύτερη θερμοκρασία από ένα παγόβουνο, άρα έχει περισσότερη θερμική ενέργεια από το παγόβουνο»


Η διατύπωση χρειάζεται εδώ και πολλά χρόνια αναδιατύπωση.
Αλλά το σοβαρότερο είναι ότι τέτοιος ορυμαγδός εννοιών δεν υπάρχει σε κανένα Αναλυτικό πρόγραμμα για διδασκαλία σε παιδιά 10 ετών, σε καμία ευρωπαϊκή χώρα, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω.
Ο δυνατότερος κερδίζει. Το παιχνίδι με το δύσκολο όνομα "διελκυστίνδα" . Κάθε ομάδα κρατάει ένα τμήμα ενός τεντωμένου σκοινιού και ασκώντας του δύναμη, τραβά το σκοινί προς το μέρος της.Προφανώς νικάει κάθε φορά η ομάδα που θα ασκήσει συνολικά μεγαλύτερη δύναμη προς μία κατεύθυνση. Ε’ τάξη Δημοτικού σελ. 111
Η σκέψη του 10χρονου : Όταν
ο πελώριος μπαμπάς με έσπρωχνε, τον έσπρωχνα κι εγώ αλλά αφού είναι πιο δυνατός, η δύναμη που ασκούσε πάνω μου ήταν μεγαλύτερη από τη δύναμη
που του ασκούσα εγώ , γι
αυτό και με νίκησε.
Εντάξει το λάθος " να το πάρουμε αγκαλιά". Όλοι κάνουμε λάθη . . Αλλά εκείνο το"Προφανώς" πώς να το αγκαλιάσεις; Γιατί δεν τσαλακώνει μόνο τον νόμο δράσης αντίδρασης, λέγοντας ότι προφανώς δεν ισχύει,δεν αγνοεί σε σημείο πρόκλησης την έννοια μάζα,υποδηλώνοντας ότι προφανώς δεν παίζει κάποιο ρόλο,δεν αγνοεί τον ρόλο που παίζει το έδαφος με τη στατική τριβήαλλά και κυρίως διότι συμβάλλει στην εδραίωση του σχετικού misconception.


Η πίεση τόσο στα στερεά όσο και στα υγρά και αέρια σώματα οφείλεται στις κινήσεις των μορίων τους. Ε΄ Δημοτικού σελ. 114

Η σκέψη του 10χρονου : Για να γράφει έτσι το βιβλίο έτσι θα είναι. Αν με ρωτήσει κάποιος που οφείλεται η πίεση στο νερό της θάλασσας πρέπει να πω στις κινήσεις των μορίων του.

Με όλο τον σεβασμό αλλά μόνο για τα αέριαη ύπαρξη πίεσης ερμηνεύεται με τη θεωρία για έναν Μικρόκοσμο κινουμένων σωματιδίων.

Τον μαγευτικό μικρόκοσμο μας τον αποκαλύπτουν τα μικροσκόπια.
ΣΤ’ τάξη Δημοτικού σελ. 10

Η σκέψη του 11χρονου:Να πω στη θεια τη μικροβιολόγο να μου δείξει με το μικροσκόπιο μερικά πρωτόνια. Προβλέπω ότι θα είναι στρογγυλά. Ίσως μπορέσω να δω και τα κουάρκ γιατί ομολόγησα στη δασκάλα ότι «πιστεύω» πως υπάρχουν. Αυτά μπορεί να μην είναι στρογγυλά. Αλλά και το μποζόνιο Χιγγς, που το φαντάζομαι κατακόκκινο, μήπως θα μπορούσα κι αυτό να το δω με κάποιο ισχυρό μικροσκόπιο ;

Με όλο τον σεβασμό αλλά αυτό που βλέπουμε στο κομμένο κρεμμύδι, σε ένα κομμάτι αλουμινίου και στο αίμα δεν είναι «Μικρόκοσμος»
Το ηλεκτρόνιο, το πρωτόνιο και το νετρίνο δεν μας τα αποκάλυψε το μικροσκόπιο.
Μήπως επειδή και οι δύο λέξεις έχουν συνθετικό το «μίκρο» γίνεται εννοιακή σύγχυση ;

Το σύμπαν προήλθε από έναν μετασχηματισμό ενέργειας σε μάζα . . .
Η ενέργεια δεν δημιουργείται ούτε χάνεται αλλάζει όμως μορφή και μεταφέρεται
Η ενέργεια μετατρέπεται από μία μορφή σε άλλη
Η ενέργεια μετακινείται συνεχώς
ΣΤ’ τάξη Δημοτικού σελ. 11


Η σκέψη του 11χρονου : Δεν μπορώ να τα φανταστώ όλα αυτά σε μία σελίδα, χωρίς κάποιος να μου έχει πει κάτι πριν. Τουλάχιστον να αποστηθίσω τα ρήματα. Και είναι ένα σωρό. Μετασχηματίζεται, χάνεται, αλλάζει, μεταφέρεται, αποθηκεύεται, μετατρέπεται, μετακινείται. Αναρωτιέμαι σε τι διαφέρει το «η ενέργεια μεταφέρεται» από το «η ενέργεια μετακινείται»

Εφόσον η ενέργεια «μετασχηματίζεται» σε μάζα σημαίνει ότι χάνεται . Δυο γραμμές παρακάτω διαβάζουμε ότι «δεν χάνεται».

Από τη σκοπιά της Διδακτικής το να παρουσιάζονται όλα αυτά πριν από την οποιαδήποτε εμπειρία, δεν συνιστά προσέγγιση διδακτικά αποδεκτή.
4. Φυσική στην Α΄ Γυμνασίου. α. Τον Ιούνιο του 2013 ανακοινώνεται η απόφαση για διδασκαλία Φυσικής στην Α΄ Γυμνασίου χωρίς να έχει εκπονηθεί κάποιο Αναλυτικό Πρόγραμμα . β. Λίγες πριν από την έναρξη του σχολικού έτους – τέλη Αυγούστου- το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής συνειδητοποιεί το μέγεθος του προβλήματος. Σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε διδασκαλία της Φυσικής σε πάνω από εκατό χιλιάδες 12χρονους χωρίς να υπάρχει καμία απάντηση στο «τι θα διδαχθούν» και στο «πώς θα γίνει η διδασκαλία» και το αντιμετωπίζει με το να αναθέσει σε συγκεκριμένη ομάδα την εκπόνηση κάποιου, τέλος πάντων, Προγράμματος μέσα από διαδικασίες συνοπτικές έως ανύπαρκτες. Και η ομάδα στην οποία γίνεται η ανάθεση είναι η ομάδα που είχε εκπονήσει το ισχύον Πρόγραμμα για τα Φυσικά στο Δημοτικό σχολείο. Το αποτέλεσμα ήταν «μέσα σε τρεις εβδομάδες» να εκπονηθεί νέο Πρόγραμμα στην ίδια φιλοσοφία με εκείνο του Δημοτικού αλλά και ταυτόχρονα και μέσα στις ίδιες τρεις εβδομάδες ένα νέο σχολικό βιβλίο, να κάνει την εμφάνισή του . Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα και νέο σχολικό βιβλίο «μέσα σε τρεις εβδομάδες» δεν έχει ξαναγίνει. Ας δούμε όμως «τι προτείνεται» γιατί παρόλη την «ελάχιστη ποσότητα χρόνου» δεν αποκλείεται το να έχει προκύψει μια πρόταση ενδιαφέρουσα.
5. Η προτεινόμενη «Φυσική με πειράματα» για την Α΄ Γυμνασίου Τα πρώτα ερωτήματα είναι : α. Ποια μέθοδος προτείνεται ; β. Με ποια κριτήρια έχουν επιλεγεί τα συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα και όχι κάποια άλλα ; και γ. Ποιοι είναι οι σκοποί της διδασκαλίας του μαθήματος ;Οι απαντήσεις υπάρχουν στο «Φυσική με πειράματα» και τις διαβάζουμε:
Ποια μέθοδος προτείνεται ;η εφαρμογή της επιστημονικής/εκπαιδευτικής μεθόδου με διερεύνηση, η οποία ακολουθείται και στο δημοτικό σχολείο και προϋποθέτει την πραγματοποίηση αποδεικτικού πειραματισμού, σε κάθε θεματική ενότητα ( Το διαβάζεις και αναρωτιέσαι κατά πόσο αυτά που γίνονται εδώ και χρόνια στο «Φυσικά» του Δημοτικού συνιστούν επιστημονική εκπαιδευτική μέθοδο, διαβάζεις για «πραγματοποίηση αποδεικτικού πειραματισμού» και μάλιστα σε κάθε ενότητα αναρωτιέσαι σε πόσες από τις θεματικές ενότητες εμπεριέχεται «αποδεικτικός πειραματισμός») . Με ποια κριτήρια έχουν επιλεγεί τα συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα και όχι κάποια άλλα ;
α. την εισαγωγική αντιμετώπισή τους ήδη στο δημοτικό σχολείο β. Τη γενικότητα των φυσικών εννοιών γ. τη σπουδαιότητα των φαινομένων μελέτης τους και κυρίως δ. τη δυνατότητα εκτέλεσης απλού πειραματισμού στο σχολείο
Ποιοι είναι οι σκοποί της διδασκαλίας του μαθήματος ; Σκοπός του μαθήματος είναι η ομαλή μετάβαση των μαθητών από την περιγραφική προσέγγιση των φυσικών εννοιών και των φυσικών φαινομένων στο δημοτικό σχολείο στηναυστηρότερη και κυρίως ποσοτική προσέγγισή τους ως φυσικά μεγέθη και φυσικές διαδικασίες, αντίστοιχα στο γυμνάσιο. Ας δούμε τι ακριβώς υποδηλώνει το «ομαλή μετάβαση από την περιγραφική προσέγγιση των εννοιών στηναυστηρότερη και κυρίως ποσοτική προσέγγισή της ως φυσικό μέγεθος», εστιάζοντας, για παράδειγμα, στην τρίτη ενότητα, στην έννοια μάζα
α. Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ . Στο βιβλίο της Ε΄ Δημοτικού για την πρώτη γνωριμία των 10χρονων με τη έννοια μάζα, περιμένει κανείς να δει η «περιγραφική» αυτή προσέγγιση να σχετίζεται με το «αισθητηριακή εμπειρία – νόηση – πρώτα συμπεράσματα», θα περίμενε λοιπόν κανείς να δει τίποτα τενεκεδάκια με άμμο ή χωρίς άμμο τα οποία ο μαθητής σπρώχνει ή σηκώνει παρατηρώντας ότι το ένα εμπεριέχει περισσότερο υλικό και οδηγούμενος σε συμπεράσματα. Αντί γι αυτό, χωρίς να έχει προηγηθεί η παραμικρή εμπειρία, στη σελίδα 16, εμφανίζεται με τη μορφή μαθήματος Θρησκευτικών το ««Η μάζα ενός σώματος ΕΚΦΡΑΖΕΙ το ποσό της ύλης από το οποίο αποτελείται». Αυτό σημαίνει ότι οι καθισμένοι στα θρανία 10χρονοι πρέπει χωρίς να έχουν δει, αγγίξει, πιάσει, τραβήξει κρατήσει, το παραμικρό να λένε το - σύμφωνα και με τα ελληνικά του βιβλίου « ένα σώμα αποτελείται από ένα ποσό ύλης και ότι το ποσό αυτό ύλης το εκφράζει η μάζα». Και η προσέγγιση αυτή περιγράφεται τώρα ως «περιγραφική». Μας μένει να ελπίζουμε ότι στο Πρόγραμμα της Α΄ Γυμνασίου τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Αλλά θα δούμε παρακάτω ότι «δεν είναι
β. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΗ . Το σημείωμα εξαγγέλλει τη μετάβαση σε μια προσέγγιση ποσοτική η οποία δεν γίνεται στο Δημοτικό. Διαβάζοντας ωστόσο το Ε΄ Δημοτικού στη σελίδα 109 διαπιστώνουμε ότι η ποσοτική προσέγγιση σαφώς διδάσκεται. Στη σελίδα 109 παρουσιάζεται με σαφήνεια ότι «Τη μάζα τη μετράμε με ζυγό σύγκρισης με ίσους βραχίονες. Το βάρος των σωμάτων το μετράμε με δυναμόμετρο όπως όλες τις δυνάμεις. Μονάδα μέτρησης της μάζας είναι το χιλιόγραμμο ( 1 kg ) . Μονάδα μέτρησης του βάρους είναι το Newton (1 N).
γ. Η ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ . Απομένει το προσέγγιση «αυστηρότερη» Ας δούμε τι ακριβώς υποδηλώνει αυτό.
Στο βιβλίο για την Α΄ Γυμνασίου διαβάζουμε :Στα βιβλία του Δημοτικού σχολείου « ΦΥΣΙΚΑ – Ερευνώ και ανακαλύπτω» της Ε΄ τάξης υπάρχει αρκετή πληροφορία για τη μάζα των σωμάτων και τη δύναμη της βαρύτητας σε αυτά, το βάρος. Άλλο μάζα κι άλλο βάρος ! Όταν σε ένα τόπο δύο σώματα έχουν την ίδια μάζα έχουν και το ίδιο βάρος Τη μάζα τη μετράμε με ζυγό σύγκρισης με ίσους βραχίονες. Το βάρος των σωμάτων το μετράμε με δυναμόμετρο όπως όλες τις δυνάμεις. Μονάδα μέτρησης της μάζας είναι το χιλιόγραμμο ( 1 kg ) . Μονάδα μέτρησης του βάρους είναι το Newton ( 1 N).Συμπληρωματικά αναφέρεται ότι συνήθως χρειαζόμαστε και ΜΕΤΡΑΜΕ τη μάζα των σωμάτων . . . Αν θέλουμε να ΥΠΟΛΟΓΙΣΟΥΜΕ και το βάρος τους , συνήθως πολλαπλασιάζουμε επί έναν αριθμό που είναι περίπου ίσος με 9,8 και προκύπτει το βάρος σε Newton.Τι σημαίνει αυτό ; Ότι η πρόταση για την οικοδόμηση της έννοιας στην Α΄Γυμνασίου περιέχει δύο στοιχεία και το ένα είναι το «Υπάρχει αρκετή πληροφορία» με επανάληψη του κειμένου για τους μαθητές της Ε΄Δημοτικού αν και η παραπομπή στο βιβλίο της Ε΄ Γυμνασίου έχει αφήσει έξω εκείνο το « μάζα που εκφράζει ποσά ύλης τα οποία ποσά περιέχονται στα σώματα» θεωρώντας το ίσως «γνωστό».To άλλο είναι το καινούριο, αυτό που δεν έχουν κάνει στο Δημοτικό. Αυτό το νέο στοιχείο το οποίο θα ικανοποιήσει την εξαγγελία για μια ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ είναι ότι «τη μάζα ΤΗ ΜΕΤΡΑΜΕ, ενώ το βάρος το ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΥΜΕ». Οι 12χρονοι δηλαδή διδάσκονται α. τα ίδια με αυτά που διδάχτηκαν ως 10χρονοι και β. την καινοφανή αποσαφήνιση ότι ενώ τη μάζα την μετράμε, το βάρος δεν το μετράμε αλλά το υπολογίζουμε. Και είναι, βέβαια πιθανό ότι κάποια από τις χιλιάδες μαθήτριες ίσως να σηκώσει το χέρι και να ρωτήσει: «Κυρία στο δυναμόμετρο που μας δείξατε διάβασα Νιούτον και Νιούτον είναι βάρος. Εξ άλλου στο δημοτικό είχαμε μάθει ότι το βάρος το ΜΕΤΡΑΜΕ με δυναμόμετρο. Όταν μας λέτε ότι «τη μάζα τη μετράμε ενώ το βάρος το υπολογίζουμε» μήπως κάνετε λάθος και το βάρος μπορούμε κι αυτό να το μετρήσουμε ;»
Η οικοδόμηση των εννοιών μάζα και βάρος έχει ολοκληρωθεί,χωρίς καμία αναφορά σε κάποιο τέλος πάντων καρότσι που μετακινείται ( μετακίνηση θεωρούμε το “από την ακινησία στην κίνηση” ) πιο εύκολα αν είναι άδειο σε σχέση με το να είναι μέσα και το μωρό, σε κάποια μπίλια που μετακινείται πιο εύκολα από μιαν άλλη παρόμοια και συγχρόνως είναι και βαρύτερη, χωρίς καμία αναφορά σε τενεκεδάκια άδεια και γεμάτα με περισσότερο υλικό που θα οδηγούσε στο τρίπτυχο « Μεγαλύτερη δυσφορία στη μετακίνηση, βαρύτερο, περισσότερο υλικό», χωρίς έστω και το μικρό βίντεοhttp://gkatsikogiorgos.blogspot.gr/2009/02/blog-post_2940.html που έχει μεταφράσει ο Βασίλης Γαργανουράκης και το οποίο θα μπορούσαμε να το παρουσιάσουμε στους δεκάδες χιλιάδες μαθητές μας στην τάξη, ώστε να διακρίνουν τουλάχιστον ότι το συμπαγές σχετίζεται με το βαρύ ενώ το ογκώδες των εσωτερικών τους αναπαραστάσεων ( ένα κιλό βαμβάκι ) είναι κάτι διαφορετικό από το βαρύ ( ένα κιλό σίδηρο).
Η διδασκαλία της έννοιας μάζας οφείλει α. να εστιάζει στο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ τρίπτυχο «δυσκολότερο να μετακινηθεί -βαρύτερο-περιέχει περισσότερο υλικό» και ο β. δρόμος προς την κατανόηση πρέπει να περνά και από το «μάζα και όγκος» μέσα από τις εμπειρίες για «ογκώδες και συμπαγές».
6. Να κρίνουμε, να επικρίνουμε αλλά και να προτείνουμε Μέτρηση του μήκους. Διαβάζουμε με προσοχή τις Οδηγίες ( σελ.3) και αντιπροτείνουμε : Καλούμε τους μαθητές να καταγράψουν σε φύλλο εργασίας την εκτίμησή τους για το μήκος του θρανίου. Ζητούμε στη συνέχεια από αρκετές δυάδες μαθητών να μετρήσουν και καταγράφουμε τα αποτελέσματα.





















Και η εντελώς προσωπική απάντηση στην ερώτηση « Πόσο είναι ένα μέτρο;»
Ακολουθεί συζήτηση α. για τη διαφορά των αποτελεσμάτων των μετρήσεων και β. για τη διαφορά ανάμεσα στη προηγηθείσα εκτίμηση καθενός και στα αποτελέσματα των μετρήσεων. Ο μέσος όρος ο οποίος προτείνεται δεν είναι η μέση τιμή που θα μπορούσε να καταγράψει σφάλμα μέτρησης. Για να ισχύσει αυτό πρέπει οι μετρήσεις να γίνονται πολλές φορές από τους ίδιους ώστε να περιορίζεται το σφάλμα αντίληψης των συγκεκριμένων ανθρώπων. Η ερώτηση«πώςνομίζεις ότι μετράμε την απόσταση Γης – Σελήνης ;» είναι ατυχής γιατί είναι ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθεί κάποιος 12χρονος που «να νομίζει κάτι». Πόσοι 12χρονοι ξέρουν ότι υπάρχουν τρεις ανακλαστήρες τοποθετημένοι εδώ και 40 περίπου χρόνια από Αμερικανούς στο σεληνιακό έδαφος αλλά και ένας ακόμα από τους Σοβιετικούς; Ωστόσο η αναδιατύπωση «Υπάρχουν τέσσερις ανακλαστήρες εγκατεστημένοι στο σεληνιακό έδαφος. Μπορείτε να φανταστείτε πώς μετρούν οι ερευνητές της εποχής μας ότι η απόσταση Γης Σελήνης είναι 384.000 περίπου χιλιόμετρα ; » μπορεί να οδηγήσει σε κάτι γόνιμο αλλά και στη συζήτηση εάν τους ανακλαστήρες τους εγκατέστησαν άνθρωποι που βρέθηκαν στο φεγγάρι. Βλέπε το αρχείο με διδακτικές προτάσεις για «Μετρήσεις του χώρου» .
Μέτρηση του χρόνου. 1. Στην πρόταση της σελίδας 7 «Να χρονομετρήσετε 10 αιωρήσεις» δεν περιέχεται η «ανακάλυψη»του σφάλματος αντίληψης που εμφανίζεται στη χρονομέτρηση μιας αιώρησης από την οποία θα μπορούσαν να αρχίσουν. Και η ανακάλυψη είναι πιθανό να γεννήσει την εξαιρετική ιδέα να χρονομετρήσουν περισσότερες από μία αιωρήσεις και να προτείνουν 2, 3,4, . . 10 χρονομετρήσεις ώστε το σφάλμα να περιοριστεί. Για τη γέννηση της ιδέας όχι σε έναν αλλά σε περισσότερους διδασκόμενους θα συνέβαλε και ο πίνακα ζωγραφικής με τον Γαλιλαίο, με έμφαση στην αποδοχή του ισόχρονου. Βλέπε τη σχετική ανάρτηση «Μέτρηση του χρόνου». Η προτροπή «η μέτρηση να αρχίσει όχι τη στιγμή που αφήνεται η μπίλια αλλά από τη στιγμή που έχει ολοκληρώσει μία πλήρη αιώρηση» βοηθά στο να κατανοηθεί καλύτερα το σφάλμα αντίληψης Εξάλλου ο προτεινόμενος μέσος όρος των μετρήσεων πολλών μαθητών δεν είναι η μέση τιμή που θα μπορούσε να καταγράφει και σφάλμα μέτρησης.. Το να χρονομετρηθούν, από τον ίδιο μαθητή 3 αιωρήσεις και στη συνέχεια 7 και 10 θα μπορούσε να φωτίσει κάπως το σφάλμα αντίληψης.
2. Το πείραμα 2 ( εναλλακτικό) δεν πρέπει να είναι εναλλακτικό υπό την έννοια «μην αξιοποιήσετε το εκκρεμές». Αντίθετα θα μπορούσε προηγηθεί ώστε να φανεί η δυσκολία της χρονομέτρησης των δύο περίπου δευτερολέπτων που διαρκεί η κίνηση δεδομένου ότι δεν προσφέρει ίσες ποσότητες χρόνου ώστε στη συνέχεια να εμφανιστεί το εκκρεμές με το σοβαρότατο πλεονέκτημά του.
3. Η αναζήτηση για το ατομικό ρολόι – η λειτουργία του οποίου απαιτεί γνώση και κατανόηση ιδιαίτερα ευαίσθητων εννοιών της Φυσικής οδηγεί σε «μη κατανόηση» και πιθανή αντιγραφή λέξεων με αγνοούμενο σημαινόμενο από 12χρονους. Το αφήνουμε για το «όταν μεγαλώσουν» διότι το ζητούμενο είναι να κατανοήσουν δεδομένου 4. Όπως και στη μέτρηση του μήκους αγνοείται απόλυτα η εξοικείωση με συμβολισμούς – όπως λόγου χάρη t = 2,3 s – σαν να πρόκειται για μαθητές του Δημοτικού σχολείου. Μα η εμφάνιση συμβόλων είναι κοινός τόπος της διαφοράς της διδασκαλίας στην Δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε σχέση με την αντίστοιχη στην Πρωτοβάθμια για όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα Βλέπε το αρχείο με διδακτικές προτάσεις για «Μέτρηση του χρόνου» .
Μέτρηση της μάζας.Με αισθητή την απουσία εννοιακής οικοδόμησης δύσκολα θα μπορέσει ο διδάσκων να αντιμετωπίσει, εκτός των άλλων, και τον αντίπαλο «γλώσσα της καθημερινής ζωής» στην οποία κάτι ανάλογο με το massive της αγγλικής ή το massif της γαλλικής δεν «κυκλοφορεί» στην ελληνική της καθημερινής μας ζωής . Το «συμπαγές» είναι ίσως το πλησιέστερο αλλά «συμπαγές» σημαίνει περισσότερο «χωρίς καθόλου κενά» ενώ από την άλλη η λέξη βαρύ έχει διεισδύσει για τα καλά μέσα στη σημασία του «μάζα» με τους μεγαλύτερης μάζας παλαιστές να χαρακτηρίζονται «βαρέων βαρών» ενώ εμπεριέχεται στη γλωσσική δεξαμενή των 12χρονων και το «ογκώδες». Χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους βοήθεια στην υφιστάμενη σύγχυση ανάμεσα σε μάζα, βάρος και όγκο οι διδασκόμενοι καλούνται να κάνουν δύο κατασκευές με φύλλα εργασίας. Ζυγό με ξύλινη κρεμάστρα και δυναμόμετρο με ελατήριο. Βέβαια το «να κάνουν κάτι με τα χέρια τους» προκαλεί οπωσδήποτε ένα συναίσθημα τέρψης αλλά και μια αύξηση του ενδιαφέροντος για τα συμβαίνοντα και είναι γεγονός ότι στη δική μας διδακτική παράδοση της Φυσικής η αισθητηριακή εμπειρία η συνδεόμενη με το «κάνω διάφορα πράγματα με τα χέρια μου» έχει υποτιμηθεί. Το ζήτημα είναι εάν η επιλογή του «να φτιάχνουν οι διδασκόμενοι κάτι για να μετρούν τη μάζα χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους αποσαφήνιση στη σκέψη τους σχετικά με το είναι αυτό το «μάζα» το οποίο μετρούν και γιατί «αυτό που μετρούν είναι μάζα και δεν είναι βάρος» δεν οδηγεί στην προσέγγιση κάποιων στόχων για τη διδασκαλία της Φυσικής στο Γυμνάσιο.
Από την άλλη η πρόταση - στη δραστηριότητα με το ελατήριο- να γίνει η γραφική παράσταση με μάζα και επιμήκυνση δεν οδηγεί στην κατανόηση της έννοιας μάζα, ούτε στο ενδεχόμενο να αναζητηθεί μια αναλογία ανάμεσα σε δύναμη και επιμήκυνση. Η όλη πρόταση περισσότερο σκοτεινιάζει παρά φωτίζει την σοβαρά αντιστεκόμενη σύγχυση μάζας και βάρους. Παράλληλα το «σκέψου πως θα μπορούσες να μετρήσεις την μάζα ενός σώματος με δυναμόμετρο» (σελίδα 11) θα κλονίσει το αρχικό «τη μάζα τη μετράμε με ζυγό», αντί για γραφική παράσταση μήκους- μάζας χρειάζεται να γίνει γραφική παράσταση μήκους και δύναμης-βάρος ώστε να φαίνεται ότι η ασκούμενη δύναμη συνιστά αιτία της μήκυνσης και όχι η μάζα. Για διδακτικές προτάσεις υπάρχει το αρχείο « Η μάζα και η μέτρησή της»
Μέτρηση της θερμοκρασίας. Πείραμα 1 . Στις δύο φωτογραφίες της σελίδας 16 που υποτίθεται ότι παρουσιάζονται οι διεργασίες «βαθμονόμησης» οι ενδείξεις του θερμομέτρου δεν είναι καλυμμένες με λευκό χαρτί . Κι αυτό γιατί το χαρτί θα γίνει μούσκεμα στην πρώτη και στη δεύτερη θα «περικυκλωθεί» από τους υδρατμούς με τις γνωστές συνέπειες και η προσπάθεια να γράψουμε πάνω έχει μόνο μικρή πιθανότητα να ευοδωθεί . Αναρωτιέται κανείς εάν το σχετικό πείραμα έχει γίνει. Πάντως οι φωτογραφίες δεν δείχνουν ότι το πείραμα έχει γίνει . Εκτός αυτού δεν θα μπορούσαμε να εμπιστευτούμε ομάδες μαθητών, με 12χρονους να διαχειρίζονται καυτό νερό ή να πιάνουν με το χέρι το θερμόμετρο σε θερμοκρασία 90οC. Πείραμα 2. Το να κοιτάξεις ένα θερμόμετρο, ένα βολτόμετρο η το να κοιτάξεις στον καθρέφτη δεν είναι πείραμα. Είναι δραστηριότητα που μπορεί να γίνει, αλλά ας μην τη λέμε και «Πείραμα 2»
Τις επόμενες μέρες θα αναρτήσουμε αρχείο με διδακτικές προτάσεις σχετικά με την «έννοια θερμοκρασία και τη μέτρησή της»
7. Η Φυσική. Με τον ζυγό καταγράφεται ισότητα ροπών και εφόσον ο ζυγός είναι ακριβής, η φυσική σκέψη οδηγείται σε ισότητα δυνάμεων. Ο ζυγός με τους ίσους βραχίονες μπορεί να συγκρίνει και τιςδυνάμεις που ασκεί ο μαθητής όταν σπρώχνει με τα δύο χέρια τους δίσκους προς τα κάτω, όλα τα δυναμόμετρα καταγράφουν δύναμη και ενδεχομένως κάποια από αυτά «μεταφράζουν» σε μάζα, ενώ ο ηλεκτρονικός ζυγός – ο οποίος δεν αναφέρεται πουθενά – βασιζόμενος στο πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο, αν και «δείχνει» γραμμάρια μάζας καταγράφει επίσης την ασκούμενη πιεστική δύναμη- αρκεί να τον σπρώξει με το χέρι ο μαθητής οπότε κάτι θα δείξει – και η πιεστική δύναμη σε αδρανειακό σύστημα και μόνο παρουσία βαρύτητας αποδεικνύεται ίση με την δύναμη βάρος. Η τόσο σοβαρή υπόθεση για αναλογία ανάμεσα σε μάζα και βάρος είναι εκείνη στην οποία βασίζεται το ότι με τον ζυγό – παρουσία βαρύτητας και μόνο – μπορούμε και μετράμε μάζα. Η υπόθεση για αναλογία μάζας και βάρους «δεν διαψεύδεται» από την εμπειρία . Και δεν είναι βέβαια ο ζυγός που την ενισχύει, ο ζυγός την έχει ήδη αποδεχτεί . Αυτά που ενισχύουν την υπόθεση είναι ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ στα οποία θα συνυπάρχουν η αδρανειακή διάσταση και η βαρυτική. Και ο Νεύτων εστίασε ιδιαίτερα στην αναλογία επικαλούμενος δύο κυρίως φαινόμενα. Την αιώρηση του εκκρεμούς και την ελεύθερη πτώση. Πειραματίστηκε επανειλημμένα μετρώντας αιωρήσεις μικρού πλάτους και διαπιστώνοντας το ισόχρονο. Και δεδομένου ότι η θεωρητική σκέψη οδηγούσε – σχηματοποιώντας το – στην Τ = 2π √(μήκος) (μάζα)/ ( βάρος) ενώ η πειραματική εμπειρία έδειχνε την τιμή της περιόδου ανεξάρτητη από τη μάζα και το βάρος του σφαιριδίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το (μάζα)/ (βάρος) είναι σταθερό για όλα τα σφαιρίδια, ότι η μάζα είναι ανάλογη με το βάρος. Αυτό είναι δύσκολο να αξιοποιηθεί για διδασκαλία. Αλλά το άλλο φαινόμενο – η ελεύθερη πτώση με την εμφανή εκδήλωση του ταυτόχρονου – οδηγεί τη σκέψη στο ότι κατά την ταυτόχρονη πτώση της βαριοπούλας και του φτερού μπορεί να συμπεράνει ότι αν το βάρος της βαριοπούλας είναι 1000 φορές μεγαλύτερο από το βάρος του φτερού και η «δυσφορία» της στις αλλαγές της κίνησης – η μάζα της- είναι 1000 φορές – όχι 999 , αλλά 1000 – μεγαλύτερη από τη δυσφορία- μάζα του φτερού.
8. Τα ραντεβού της αισθητηριακής εμπειρίας με την Αφαίρεση .Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες – και όχι μόνο– το Αναλυτικό Πρόγραμμα για τη διδασκαλία των επιστημών καταγράφει με σαφήνεια τις ομοιότητες και τις διαφορές της διδασκαλίας στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι διαφορές εντοπίζονται τόσο σε στόχους – στο «τι επιδιώκουμε ως κοινωνία των ενηλίκων με τη διδασκαλία μας» – σε περιεχόμενο και σε διαδικασίες μάθησης. Κατά τη Διδασκαλία στη Δευτεροβάθμια, η πληροφορία «περιορίζεται» χωρίς βέβαια να συρρικνώνεται και η «διαδρομή» έχει ως αφετηρία – στο βαθμό πάντα του εφικτού – την ΕΜΠΕΙΡΙΑ, είτε χειρωνακτική είτε σχετιζόμενη με Νέες Τεχνολογίες, σε ένα ευαίσθητο «ραντεβού» με τη ΝΟΗΣΗ σε επίπεδα Αφαίρεσης. Και η νόηση έχει ένα ρόλο σημαντικότερο από εκείνο στην Πρωτοβάθμια. Η διδασκαλία ξεκινά από την εμπειρία αλλά οι έννοιες – τέκνα της Αφαίρεσης - παρουσιάζονται σιγά σιγά αλλά όλο και περισσότερο μέσα από την οικοδόμησή τους. Και η οικοδόμηση των εννοιών είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συναντήσεις της αισθητηριακής εμπειρίας με τη νόηση. Σε αυτό το ευαίσθητο σημείο η Διδασκαλία της Φυσικής διαφέρει από τη διδασκαλία της Τεχνολογίας. Το άλλο κομβικό σημείο διαφοράς από τη διδασκαλία στην Πρωτοβάθμια είναι ότι εμφανίζονται και τα Μαθηματικά. Αρχικά αθόρυβα και στη συνέχεια κάπως περισσότερο. Κάποια – αρχικά ελάχιστα – στοιχεία από τη Άλγεβρα με τη χρήση αλγεβρικών συμβόλων και ελάχιστων αλγεβρικών δομών και από την Αναλυτική Γεωμετρία του Καρτέσιου – γραφικές παραστάσεις- κάνουν «δειλά» την εμφάνισή τους .
Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπως το δικό μας έχει εδραιωθεί μια παράδοση η Φυσική να διδάσκεται σχεδόν χωρίς εργαστηριακή διδασκαλία με συνέπεια η διδασκαλία να απαντά από ελάχιστα έως καθόλου στο «τι είναι Φυσική». Μια από τις συνέπειες της αρνητικής αυτής παράδοσης είναι και η «δαιμονοποίηση» των Μαθηματικών και η διάδοση απόψεων του τύπου «εάν οι τα παιδιά μας κάνουν πειράματα – πράττουν χωρίς λογικομαθηματικές δομές ακόμα και χωρίς να σκέφτονται – η διδασκαλία της Φυσικής θα απογειωθεί ή τουλάχιστον θα μετακινηθεί από το σημερινό της τέλμα». Η άποψη δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εξάλλου η Φυσική ήταν και είναι ένα «εκκρεμές» αιωρούμενο συμμετρικά από τον Αριστοτέλη προς τον Πλάτωνα και με επιστροφή. Αυτό είναι και το μεγάλο της πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες μορφές ανθρώπινης γνώσης. Χωρίς εμπειρία δεν υπάρχει Φυσική αλλά και χωρίς λογικομαθηματικές δομές πάλι δεν υπάρχει. Αν η διδασκαλία στη βαθμίδα Λύκειο οφείλει να δείχνει πληρέστερα τη συμμετρία της αιώρησης, στη βαθμίδα Γυμνάσιο μια σχετική μύηση για τον ρόλο των εννοιών και των μαθηματικών δομών είναι αναγκαία. Άμεση βέβαια προτεραιότητα έχει η ανατροπή της παράδοσης «διδασκαλία χωρίς καμία αισθητηριακή εμπειρία». Αυτό όμως δεν πραγματοποιείται με το «οι μαθητές κάνουν ακριβείς μετρήσεις κάποιας ποσότητας χωρίς να έχουν υποψιαστεί τη φυσική της σημασία». Η διδασκαλία της Φυσικής πρέπει να μοιάζει όλο και περισσότερο με «αυτό που είναι η Φυσική» και η φυσική είναι μία αδιάκοπη αφομοίωση του πειραματικού δεδομένου σε λογικομαθηματικές δομές. Από την άλλη, η Φυσική δεν είναι μάθημα Θρησκευτικών. Για την επιστήμη δεν υπάρχει αμετακίνητη αλήθεια , υπάρχει κυρίως ΕΜΠΕΙΡΙΑ , ΙΔΕΕΣ, ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΕΝΝΟΙΩΝ, η γλώσσα των ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ και ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΘΕΩΡΙΩΝ που είναι δυνατόν να ανατραπούν και η ανατροπή τους μπορεί να γίνει μόνο με την επιστροφή στην εμπειρία.
Ορισμένες από τις παραπάνω απόψεις έχουν διαμορφωθεί μετά από συζήτηση με τον Γιώργο Φασουλόπουλο