Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Κάποιες σκέψεις με αφορμή την έκθεση του ΟΟΣΑ για την χρήση της εκπαιδευτικής τεχνολογίας

 Πριν ένα με δύο μήνες περίπου δημοσιεύτηκε η έκθεση του ΟΟΣΑ για τα αποτελέσματα της χρήσης των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από μία σύνοψη των αποτελεσμάτων που κυκλοφόρησε ευρέως στο διαδίκτυο:
Η έκθεση του ΟΑΣΑ εξετάζει της συνέπειες των υπολογιστών στα αποτελέσματα διεθνών μαθητικών εξετάσεων όπως οι εξετάσεις Pisa που διεξάγονται σε περισσότερες από 70 χώρες.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του οργανισμού, η ανάλυση δείχνει ότι «ακόμα και χώρες που επενδύουν πολλά στις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών στην εκπαίδευση δεν έχουν δει αισθητή βελτίωση των επιδόσεων στην ανάγνωση κειμένου, τα μαθηματικά και την επιστήμη».
Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι η «συχνή χρήση» υπολογιστών στο σχολείο δεν δείχνει να βελτιώνει ούτε τις ψηφιακές επιδόσεις, οι οποίες μετρήθηκαν με τεστ στα οποία οι μαθητές έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ποντίκι και πληκτρολόγιο για να διαβάσουν και να επεξεργαστούν κείμενο, να δημιουργήσουν πίνακες με δεδομένα και να κάνουν πράξεις σε μια αριθμομηχανή στην οθόνη.
Τις καλύτερες ψηφιακές επιδόσεις φέρνουν οι μαθητές από τη Σιγκαπούρη, στην οποία η χρήση υπολογιστών στα σχολεία είναι «μέτρια». «Τα εκπαιδευτικά συστήματα με τις καλύτερες επιδόσεις, όπως αυτά στην Ανατολική Ασία, είναι πιο επιφυλακτικά στη χρήση της τεχνολογίας στην σχολική αίθουσα» δήλωσε στο BBC ο Αντρέας Σλάιχερ, διευθυντής Εκπαίδευσης στον ΟΑΣΑ, ο οποίος έκανε λόγο για «φρούδες ελπίδες» όσον αφορά την τεχνολογία στα σχολεία.
«Οι μαθητές που χρησιμοποιούν ταμπλέτες και υπολογιστές πολύ συχνά τείνουν να έχουν χειρότερες επιδόσεις σε σχέση με όσους κάνουν μέτρια χρήση» είπε.
«Ένα από τα πιο απογοητευτικά ευρήματα», πρόσθεσε, «είναι ότι το κοινωνικο-οικονομικό χάσμα μεταξύ των μαθητών δεν περιορίζεται από την τεχνολογία, αλλά αντίθετα ενδέχεται να μεγαλώνει».
Προειδοποίησε επίσης ότι οι μαθητές τείνουν να αντιγράφουν από το Διαδίκτυο τις σχολικές εργασίες τους και η προσοχή τους μπορεί να διασπάται από τους υπολογιστές.
Μεταξύ των επτά χωρών με την υψηλότερη χρήση του Διαδικτύου στα σχολεία, οι τρεις (Σουηδία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) παρουσίασαν «σημαντική επιδείνωση» στην ικανότητα ανάγνωσης. Σε ακόμα τρεις από τις επτά χώρες (Ισπανία, Νορβηγία, Δανία»), οι επιδόσεις έμειναν στάσιμες την τελευταία δεκαετία. (βλ. www.in.gr)
Παρόμοια μηνύματα έχουν έρθει και άλλες φορές στο φως της δημοσιότητας (Βλ. www.imerisia.gr). Αφορούσαν σχολεία που ενώ δοκίμασαν να ενσωματώσουν Η/Υ στην καθημερινή διδασκαλία, μετά από λίγο καιρό επέστρεψαν στον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας.
Επίσης, πολλές μεγάλης έκτασης έρευνες που γίνονται εδώ και 20 χρόνια καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα Δεν υπάρχει αδιαμφισβήτητα ερευνητικά διαπιστωμένη συσχέτιση χρήσης ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας) και μάθησης. Υπάρχει, βεβαίως, θετική προδιάθεση για το μάθημα με τη χρήση ΤΠΕ, καλύτερο κλίμα μέσα στην τάξη αλλά όχι δεδομένη βελτίωση των επιδόσεων.
Δύο παράλληλα ρεύματα: τεχνοκράτες και τεχνοσκεπτικιστές
Τα ευρήματα προκαλούν εντύπωση γιατί έρχονται σε αντίθεση μ’ ένα καλά καλλιεργημένο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο η τεχνολογία θα βελτιώσει τη μάθηση, θα ανοίξει νέους ορίζοντες στη σκέψη του μαθητή και θα αποτελέσει πολύτιμο βοηθό ώστε το ταξίδι στη γνώση να γίνει κατανοητό και ευχάριστο. Και αυτό, διότι είναι το εργαλείο για να καλλιεργήσει ο μαθητής τις δημιουργικές του δυνατότητες.
Από παντού ακούγεται το ίδιο τραγούδι των σειρήνων. Όπως η τεχνολογία μεταμόρφωσε την καθημερινή ζωή και εργασία, με τον ίδιο τρόπο θα μεταμορφώσει το σχολείο. Μάλιστα, για να αποτυπωθεί πόσο απαρχαιωμένο είναι το σχολείο σε σχέση με τις δυνατότητες της τεχνολογίας, αναφέρεται συχνά το παρακάτω υποθετικό πείραμα: Τρεις επαγγελματίες ένας γιατρός, ένας πιλότος και ένας δάσκαλος από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μεταφέρονται στο τώρα. Οι δύο πρώτοι αδυνατούν να αναγνωρίσουν τους χώρους εργασίας τους, ενώ ο τρίτος – ο δάσκαλος – μπορεί άνετα να συνεχίσει το μάθημα του σημερινού δασκάλου! Συνεπώς, εκείνο που χρειάζεται είναι να βρεθούν οι τρόποι με τους οποίους θα αξιοποιηθούν παιδαγωγικά οι δυνατότητες της τεχνολογίας (οπτικοποίησης, μοντελοποίησης, εύκολη πρόσβαση σε σύγχρονη πληροφορία, δυνατότητα για εξειδικευμένη εξάσκηση, κ.τ.λ.)
Πίσω από αυτές τις προσδοκίες υπάρχει ως θεμέλιος λίθος ο τεχνοκρατισμός, η αντίληψη δηλαδή ότι η τεχνολογία είναι το φάρμακο για κάθε κοινωνικό πρόβλημα και παθογένεια. Είναι χαρακτηριστική η ρητορική με την οποία ντύθηκε η πρωτοβουλία «ένας υπολογιστής για κάθε παιδί» – δηλαδή το πρόγραμμα του Νεγρεπόντε για την κατασκευή ενός πολύ φτηνού Η/Υ. Το πρόγραμμα υποστήριζε ουσιαστικά πως εκείνο το στοιχείο που θα έδινε τη δυνατότητα στα παιδιά της Αφρικής να ξεφύγουν από την φτώχεια και την υπανάπτυξη ήταν να αποκτήσουν πρόσβαση σ ένα Η/Υ…
Τα αποτελέσματα της έρευνας του ΟΟΣΑ έρχονται ακριβώς να αμφισβητήσουν αυτό το εδραιωμένο σύστημα πεποιθήσεων. Όμως για όσους παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στο πεδίο «τεχνολογία και εκπαίδευση» γνωρίζουν ότι δίπλα στους οραματιστές που τρέχουν να αξιοποιήσουν κάθε νέο προϊόν (εκπαιδευτικά cd-rom, δίκτυο, διαδραστικοί πίνακες, εφαρμογές Web2) υπήρχε ένα ρεύμα ερευνητών που διατύπωναν ένα τεκμηριωμένο σκεπτικισμό απέναντι στην αχαλίνωτη φαντασία των πρώτων.
Ο  Lary Cuban  (1986) υπήρξε ένας από αυτούς. Σε μία μελέτη του παρουσιάζει τη σχέση δασκάλου και τεχνολογίας στα αμερικάνικα σχολεία για το χρονικό διάστημα  1900-1986 (εκπαιδευτικό ραδιόφωνο, διδακτικές μηχανές, εκπαιδευτική τηλεόραση). Τα πορίσματα θυμίζουν πολύ τη σημερινή κατάσταση. Κάθε 10 χρόνια οι τεχνοκράτες ανακαλύπτουν μια νέα τεχνολογία που πιστεύουν ότι θα λύσει όλα τα εκπαιδευτικά προβλήματα. Όταν δεν αλλάζει η κατάσταση μέσα στις τάξεις και καμιά βελτίωση δεν λαμβάνει χώρα, τότε κατηγορούν τους εκπαιδευτικούς οτι δεν αξιοποίησαν τις δυνατότητες που τους έδωσε η τεχνολογία και επενδύουν τις ελπίδες τους για αλλαγή του σχολείου σ ένα νέο κύμα τεχνολογίας.
Αλήθεια θυμάται κανείς πως διαφημίστηκαν στα μέρη μας τα εκπαιδευτικά cd-rom τύπου “Ο Ξεφτέρης στη χώρα των γραμμάτων”; Θυμάται κανείς τα εκπαιδευτικά λογισμικά που παρήχθησαν στα πλαίσια του ΕΠΕΑΚ; Θυμάται κανείς τις ψηφιακές εγκυκλοπαίδειες κτλ; Μήπως μοιάζουμε όλο και περισσότερο με τον Σίσυφο που αντί για πέτρα κουβαλάμε αδιάκοπα τις ίδιες προσδοκίες περιμένοντας ότι η επόμενη τεχνολογία θα είναι καλύτερη και αποδοτικότερη από την προηγούμενη;
Εδώ και αρκετά χρόνια ο Neil Selwyn (2010) προσπαθεί να τεκμηριώσει την ανάγκη μιας κριτικής προσέγγισης της εκπαιδευτικής τεχνολογίας. Αντί να εστιάζουμε την προσοχή στα χαρακτηριστικά της νέας κάθε φορά τεχνολογίας πρέπει να δούμε το πλέγμα σχέσεων των οργανισμών μέσα στους οποίους εντάσσεται η τεχνολογία. Αντί να προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τους οργανισμούς (σχολεία, διοικητικές δομές, υπηρεσίες) στις δυνατότητες της τεχνολογίας θα πρέπει να κινηθούμε αντίστροφα και να εστιάζουμε στο πώς υποδέχεται ένας φορέας την τεχνολογία. Η θέση και η δυναμική που θα αποκτήσει μια τεχνολογία (πληροφοριακά συστήματα, Η/Υ) μέσα σε μια υπηρεσία δεν είναι αποτέλεσμα των τεχνολογικών καινοτομιών που ενσωματώνει, αλλά του τρόπου με τον οποίο θα αλληλεπιδράσει με μια σειρά παραμέτρων όπως καταμερισμός εργασίας, επαγγελματική εξειδίκευση των εργαζομένων και προσδοκίες τους από την εφαρμογή της τεχνολογίας, τρόπος λήψης αποφάσεων, κτλ.
Προσεγγίζοντας με αυτόν τον τρόπο την τεχνολογία μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί τα ίδια μηχανήματα έχουν τόσο διαφορετικά αποτελέσματα (ή τρόπους χρήσης) σε διαφορετικές υπηρεσίες, γιατί τα ίδια παιδιά που χρησιμοποιούν άνετα το smart κινητό την smart τηλεόραση κάνουν chat κατεβάζουν τραγούδια και ταινίες από το δίκτυο βρίσκουν πληροφορίες για τραγουδιστές ηθοποιούς και αθλητές αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία ως εργαλείο μάθησης για τα σχολικά αντικείμενα (εκτός από το copy paste εργασιών). Αντί λοιπόν να καλούμε σε αναζήτηση νέων αποτελεσματικότερων τρόπων αξιοποίησης των ΤΠΕ μέσα στο σχολείο θα ήταν προτιμότερο να δούμε ποιες αλλαγές χρειάζεται ο ίδιος ο θεσμός του σχολείου για να απαντήσει σε παλιά και νέα προβλήματα. Οι υπολογιστές είναι μέρος αυτής της συζήτησης αλλά όχι το πρωτεύον.
Για να καταλάβουμε το παραπάνω σκεπτικό είναι διαφωτιστική η έρευνα του Agalianos (2001) που μελέτησε τον τρόπο εκπαιδευτικής αξιοποίησης μιας πολλά υποσχόμενης εφαρμογής (γλώσσα προγραμματισμού logo) και η οποία ενώ ξεκίνησε με την επιδίωξη να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν οι μαθητές (διερεύνηση, ανακάλυψη, έμφαση σε ανώτερες γνωστικές λειτουργίες) τελικά κατέληξε – εξαιτίας της ίδιας της λειτουργίας του σχολείου ως εξεταστικού μηχανισμού με έμφαση στις επιδόσεις – να χάσει το όποιο καινοτόμο στοιχείο και να ενταχθεί στο παραδοσιακό σύστημα διδασκαλίας ως ένα ακόμα εποπτικό μέσο.
Συνοψίζοντας:
1) Οι περισσότερες έρευνες για τα αποτελέσματα της χρήσης Η/Υ στην εκπαιδευτική διαδικασία δείχνουν ότι οι ΤΠΕ είναι ένα αναγκαίο συστατικό του σύγχρονου σχολείου αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη βελτίωση της μάθησης. Πιο απλά, διαμορφώνουν θετικές προϋποθέσεις (καλύτερο κλίμα, παρακίνηση, αύξηση ενδιαφέροντος, καλύτερη απεικόνιση πληροφοριών, πολλαπλές αναπαραστάσεις) αλλά αυτές δεν μετασχηματίζονται αυτομάτως σε μαθησιακά αποτελέσματα.

2)  Στην καλύτερη περίπτωση οι ΤΠΕ λειτουργούν ως ενισχυτές των πρακτικών που ήδη υπάρχουν στην τάξη πριν την εισαγωγή τους. Αν υπάρχουν δασκαλοκεντρικές πρακτικές, οι ΤΠΕ θα κληθούν να τις ενισχύσουν.
3)  Παρόλο που τα τελευταία χρόνια, μέσα από τα ΜΜΕ και τις εταιρείες παραγωγής και διακίνησης λογισμικού και τεχνολογικών προϊόντων δίνεται η αίσθηση ότι επίκειται μια μεγάλη αλλαγή στην μάθηση και στη φύση του σχολείου αυτή δεν πραγματοποιείται. Παρόλο που νέα προϊόντα εμφανίζονται διαρκώς (web2 εφαρμογές, ψηφιακές κοινότητες μάθησης, διαδραστικά συστήματα learning management systems, κάθε μαθητής και tablet συνδεδεμένο online με τον Η/Υ του εκπαιδευτικού κ.τ.λ.) η μάθηση δεν μετασχηματίζεται ή τουλάχιστον δεν εμφανίζεται αλλαγή στις μετρήσεις της.

Θεωρούμε ότι η έκθεση του ΟΟΣΑ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αφετηρία για να βγούμε έξω από τα τεχνοκρατικά πλαίσια συζήτησης για την εκπαίδευση. Όταν από τα πιο επίσημα κέντρα τονίζεται η απόσταση μεταξύ ρητορικής και πραγματικότητας, όταν με τον πιο επίσημο τρόπο ανακοινώνεται η μετακίνηση των προσδοκιών από το τελευταίο κύμα εκπαιδευτικής τεχνολογίας γιατί θα πρέπει να ελπίζουμε ότι το επόμενο θα λύσει τα προβλήματα που δεν  έλυσαν τα προηγούμενα. Μήπως η εκπαίδευση – μάθηση- νοητική ανάπτυξη δεν είναι τεχνικό ζήτημα αλλά επιστημολογικό – κοινωνικό; Αντί να θεωρούμε την τεχνολογία ως το άλογο που πάνω της το παιδί θα ξανοιχτεί στις πεδιάδες της γνώσης μήπως να δούμε τη μεγάλη εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος (της επιλεκτικής λειτουργίας του) και πώς αλληλεπιδρούν μ’ αυτό τα κύματα εκπαιδευτικής τεχνολογίας; Αντί να νομίζουμε ότι η εκπαιδευτική τεχνολογία είναι το μαγικό ραβδάκι που θ’ ανοίξει τις λεωφόρους της μάθησης μήπως να ξανασκεφτούμε πάνω στην έννοια της γνώσης της μάθησης και της νοητικής ανάπτυξης; Γιατί δεν μπορούν όλα τα παιδιά να επωφεληθούν από το σημερινό σχολείο; Γιατί ό,τι καλύτερο γέννησε το ανθρώπινο πνεύμα οι μαθητές το βιώνουν ως Γολγοθά. Γιατί η γνώση είναι δομημένη σαν ηλεκτρονικό παιχνίδι και κάθε τάξη είναι πίστα με αυξημένη δυσκολία. Γιατί οι μαθητές αισθάνονται τη γνώση ως ένα τρένο που αγκομαχούν να το φτάσουν. Ποιος και γιατί επέλεξε αυτό τον όγκο ύλης; Ποιος και γιατί επέλεξε αυτό το ρυθμό κάλυψης της ύλης; Τα παραπάνω ερωτήματα είναι που καθορίζουν τη σχολική επιτυχία και αποτυχία. Δεν είναι τεχνικά ζητήματα αλλά καθαρά πολιτικά, πώς θα κατανέμει τους μελλοντικούς εργαζόμενους στις θέσεις του καταμερισμού εργασίας. Η τεχνολογία φέρνει μαζί της ένα μεγάλο φάσμα δυνατοτήτων. Ωστόσο το ζήτημα ποιες από αυτές θα υλοποιηθούν και πώς είναι το πολιτικό ζήτημα των προτεραιοτήτων και των απαιτήσεων που θέτει η πολιτεία στην εκπαίδευση.
   Τα επαναλαμβανόμενα λάθη των μαθητών στην ορθογραφία, η αδυναμία γραπτής απόδοσης της σκέψης, το περιορισμένο λεξιλόγιο των μαθητών που κάνει απλησίαστα αρκετά βιβλία (π.χ. ιστορία Στ΄), τα νοητικά άλματα που απαιτούν μαθήματα όπως τα μαθηματικά (υπέρβαση δεκάδας, κίνηση μέσα στη χιλιάδα, αναλογίες, διαίρεση κλάσματος με κλάσμα) δεν θα λυθούν απλά με ένα καλύτερο λογισμικό, θα λυθούν με μια διαφορετική οργάνωση του υπαρκτού σχολείου που θα ξεκινά από τις άνισες αφετηρίες των μαθητών, τα άνισα περιβάλλοντα από τα οποία προέρχονται και χρησιμοποιώντας την τεχνολογία θα δημιουργεί το υποστηρικτικό περιβάλλον για να κινηθεί η σκέψη τους προς την οικειοποίηση των νοητικών εργαλείων και γνώσεων.
Όταν δίδεται έμφαση στην επιλεκτική και κατανεμητική λειτουργία του σχολείου (αυτός που θα πάει για υπηρετικό προσωπικό από αυτόν που θα πάει πανεπιστήμιο) και όχι στην ισόρροπη ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή  η τεχνολογία δεν θα κάνει τα πράγματα καλύτερα. Ή, για να το πούμε πολύ πιο συνοπτικά, «Τα εκπαιδευτικά προβλήματα δεν δέχονται τεχνολογικές λύσεις».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΟΟΣΑ: Οι υπολογιστές στα σχολεία δεν βελτιώνουν τις μαθητικές επιδόσεις
Oppenheimer, T. (1997). “The computer delusion”, στο Atlantic Monthly, Vol. 280, pp. 145 – 162.
Cuban, L. (1986). Teachers and machines. The classroom use of technology since 1920. U.S.A., Teachers College Press.
Angelos Agalianos, Richard Noss & Geoff Whitty (2001) “Logo in Mainstream Schools: The struggle over the soul of an educational innovation”, στο British Journal of Sociology of Education, Volume 22, Issue 4.
N. Selwyn (2010) “Looking beyond learning: notes towards the critical study of educational technology”, στο Journal of Computer Assisted Learning  Volume 26, Issue 1, pages 65–73, February 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου